Τρίτη 01.04.2025 ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ
19.04.2021 /

Τα πεταλουδάκια

*Της Ευαγγελίας Μινάρδου - Αδάμου

Στεκόταν έξω από το πολυκατάστημα. Βρόμικος. Στο  κεφάλι καπελάκι του μπέιζμπολ και μικρό σακίδιο στην πλάτη.  Πρόσωπο κόκκινο, γεμάτο έξαψη, την έξαψη του μεθυσμένου ή του τρελού. Γαλήνιο όμως και γελαστό. Μάτια να σπιθίζουν και πλατύ χαμόγελο. Φευγάτος. Νέος πολύ. Ο δρόμος γεμάτος κίνηση. Κι αυτός να βαδίζει αργά, πάνω – κάτω, στο ίδιο σημείο, μπροστά στην είσοδο του μαγαζιού. Δεν κοιτούσε τους περαστικούς. Κοιτούσε το δεξί του χέρι, τα δάχτυλά του, τα νύχια του, κομμένα σύρριζα. Κινούσε αργά και αέρινα τα λεπτά δάχτυλα, κινήσεις χορευτικές, απαλές, ακολουθώντας τις ηλιαχτίδες που έπαιζαν ανάμεσά τους, έμοιαζαν να κολυμπούν τα δάχτυλά του μέσα στη φωτεινή σκόνη, που αιωρούνταν. Κοιτούσε τα νυχάκια του, μικρά, τοσοδούλικα, βαμμένα απαλότατο ροζ περλέ, σαν εκείνο κυρίας άλλης εποχής. Τα μάτια του κοίταζαν εκστατικά τις μικρές, ροδαλές πεταλουδίτσες των νυχιών του, έπαιζαν μαζί τους, τις καμάρωναν, γελούσαν μ’ αυτές, τις κυνηγούσαν στο φως.

Πέρασε μια κοπελίτσα. Βάδισε πίσω της, πλησίασε με το δεξί χέρι – το άλλο στην τσέπη – στην πλάτη της, το ανέβασε χορευτικά προς το κεφάλι της με τα μακριά καστανά μαλλιά. Τι όμορφα που φαίνονταν τα πεταλουδάκια των νυχιών του πάνω στο σκουροκάστανο φόντο! Έφεγγε το πρόσωπό του. Η κοπέλα κάτι ένιωσε, γύρισε, τον είδε, τρομαγμένη άρχισε να βαδίζει γρηγορότερα, έστριψε στο πρώτο στενό αριστερά, να τη χάσει, μα εκείνος, ατάραχος, συνέχισε να χαζεύει τα βαμμένα του νυχάκια, τα πεταλουδάκια του.

Πόσο χαιρόταν που μπορούσε πια να τα κοιτάζει χωρίς να φοβάται! Έφυγε απ’ την κόλαση, από κείνο το σπίτι που ο πατέρας του, στα πέντε του μόλις, του πάτησε κάτω το χέρι, όταν πρωτοείδε ψευτοβαμμένα τα νυχάκια στο δεξί χεράκι με το ροζ περλέ μανό της μανούλας, που του μάτωσε με βέργα τα δάχτυλα, όταν τα ξαναείδε στα έξι του, παρόλο που κρύφτηκε στο πατάρι, για να παίξει με τα πεταλουδάκια του στο φως που έμπαινε από το μικρό παράθυρο. Από πολύ μικρός έβλεπε τη μαμά στο υπνοδωμάτιό της να βάφει τα νύχια με το υπέροχο ροζ περλέ μανό της, να τα τινάζει, να τα φυσάει να στεγνώσουν, να τα κοιτάζει στο φως να μην έχουν καμία ατέλεια, και του θύμιζαν μικρές, φωτεινές πεταλουδίτσες, που χόρευαν. Τα λάτρευε. Ήταν η ίδια η μαμά του. Τι γρήγορα όμως που την έχασε! Ένα πρωί, μόλις έφυγε ο πατέρας για τη δουλειά,  με τα βαμμένα ροζ νύχια της γέμισε μια βαλίτσα ρούχα, τον έσφιξε με δύναμη πάνω της κλαίγοντας κι εξαφανίστηκε για πάντα. Δε θυμάται πια το πρόσωπό της. Μόνο τα ροζ νυχάκια της. Και κάθε φορά που έβαφε ροζ τα νύχια του, πάντα μόνο στο ένα χέρι, γύριζε πίσω ο πεταλουδένιος κόσμος της μαμάς στη φρίκη της ζωής με τον πατέρα.

Ο πατέρας ποτέ δε συζητούσε. Μόνο φώναζε, έβριζε, χτυπούσε αλύπητα. Μα γιατί, γιατί δεν καταλάβαινε πως τα πεταλουδάκια του ήταν μόνο ένα παιχνίδι; Μεγάλωνε. Έμαθε να κρύβεται καλύτερα, όταν ήθελε να παίξει αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι. Δεν υπήρχε πια το μανό των υπέροχων χεριών της μαμάς, που ήξεραν μόνο να τον χαϊδεύουν. Αγόρασε δικό του. Στα  δεκατρία  ο πατέρας του τον ξαναέπιασε. Τον σάπισε στο ξύλο. Τον είπε βρομιάρα γυναικούλα, πόρνη, σαν τη μάνα του, θα  τον κλείδωνε στο σπίτι, του είπε, μέχρι να βάλει μυαλό, ολόκληρος άντρας… Κι έπειτα, τον έφτυσε στο πρόσωπο κι αναθεμάτισε τη σκύλα που τον γέννησε. Και τότε, το χέρι με τα ροζ πεταλουδάκια σηκώθηκε από μόνο του, τα νυχάκια δεν ήταν πια μικρά ρόδινα τριανταφυλλάκια, ήταν φωτιές και καρφιά που ξέσχισαν το πρόσωπο του πατέρα. Έφυγε την ίδια στιγμή, για πάντα. Κι ούτε τον ένοιαζε τι τρώει και πού κοιμάται. Χρόνια στους δρόμους, έμαθε να επιβιώνει με το τίποτα.  Κι ήταν ευτυχισμένος που, ελεύθερος, μπορούσε στο φως του πρωινού ήλιου να καμαρώνει να χορεύουν τα ροζ νυχάκια του  και να βλέπει τα άγια χέρια της μαμάς πάνω στα λαμπερά μαλλιά των κοριτσιών.

 

 

*Η Ευαγγελία Μινάρδου–Αδάμου είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο της με τίτλο “ΓΚΡΟ ΠΛΑΝΟ – Ιστορίες κοντινής εστίασης”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν».

 

 

 

Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.

[fbcomments]