Επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της σε τοπικό επίπεδο, καταργώντας τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους. Το πολιτικό πείραμα έλαβε χώρα στο Παρίσι και αποδείχτηκε θνησιγενές. Διήρκεσε 72 ημέρες (18 Μαρτίου – 28 Μαΐου 1871) και πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση του Λουί Τιερ (γνωστός και με το εξελληνισμένο επίθετο Θιέρσος).
Η Κομμούνα αναπτύχθηκε από το πολιτικό κενό που προέκυψε μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο με την Πρωσία (19 Ιουλίου 1870 – 10 Μαΐου 1871). Στις αρχές του 1871 οι Πρώσοι πολιορκούσαν το Παρίσι και μάλιστα στις 17 Φεβρουαρίου έκαναν θριαμβευτική πορεία στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Την ίδια μέρα, ο μετριοπαθής δημοκράτης Λουί Τιερ, που είχε αντιταχθεί στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και είχε κατηγορηθεί ως προδότης, κέρδισε τις εκλογές, μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’.
Το Παρίσι εκείνη την περίοδο ξεχώριζε από την υπόλοιπη Γαλλία για την πολυπληθή του εργατική τάξη, που διεκδικούσε μαχητικά τα δικαιώματά της και το 1864 είχε κερδίσει το δικαίωμα της απεργίας. Το 1866 το Παρίσι αριθμούσε 1.799.980 κατοίκους, το 57% των οποίων εργαζόταν στη βιομηχανία.
Το βράδυ της 17ης προς τη 18η Μαρτίου, σε μια προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του στο ανυπότακτο Παρίσι, ο Τιερ αποφάσισε να αφοπλίσει την πόλη για τον φόβο εργατικής εξέγερσης. Στη Μονμάρτη και την Μπελβίλ υπήρχαν 227 κανόνια για την άμυνα της πόλης υπό τον έλεγχο της ριζοσπαστικοποιημένης Εθνοφρουράς. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν δεν κατόρθωσαν να τα καταλάβουν, καθώς κυκλώθηκαν από εθνοφρουρούς και πολίτες. Οι στρατιώτες δεν πυροβόλησαν κατά του πλήθους, αλλά συνέλαβαν τους επικεφαλής τους στρατηγούς Λεκόντ και Τομά, τους οποίους εκτέλεσαν δια τυφεκισμού.
Ο Τιερ, που είχε συνθηκολογήσει με τους Πρώσους, διέταξε το στρατό να εκκενώσει την πόλη, ενώ ο ίδιος κατέφυγε σε ασφαλές καταφύγιο, στο οχυρό των Βερσαλιών, για να μην συλληφθεί. Η Εθνοφρουρά, που είχε εξελιχθεί σε επαναστατική δύναμη, αποφάσισε οι προαποφασισμένες δημοτικές εκλογές να διεξαχθούν στις 26 Μαρτίου. Όλο αυτό το διάστημα ενεργούσε ως κυβέρνηση, με τη βοήθεια των μαρξιστών εργατών της Α’ Διεθνούς. Στις 26 Μαρτίου 1871 έγιναν με υποδειγματικό τρόπο οι δημοτικές εκλογές, στις οποίες πήρε μέρος το 50% των Παριζιάνων.
Το Δημοτικό Συμβούλιο που εκλέχθηκε ήταν 92μελές και εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Μέγαρο στις 28 Μαρτίου. Έλαβε την ονομασία «Κομμούνα των Παρισίων» («Commune de Paris») και ανέλαβε τις εξουσίες τις Εθνοφρουράς, εκπροσωπώντας ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα: Δημοκράτες και ριζοσπάστες αστούς, σοσιαλιστές, ανεξάρτητους επαναστάτες, σοσιαλιστές, μαρξιστές και αναρχικούς. Από τη σύνθεσή της είναι προφανές ότι η ηγεσία της Κομμούνας δεν είχε σαφές ιδεολογικό περίγραμμα κι έτσι δεν κατάφερε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ένα από τα ηγετικά μέλη της Κομμούνας ήταν κι ένας Έλληνας, ο δικηγόρος Παύλος Αργυριάδης από την Καστοριά.
Πρόεδρος της Κομμούνας εξελέγη ο πολιτικός ακτιβιστής Λουί Μπλανκί, ο οποίος, όμως, είχε συλληφθεί στις 17 Μαρτίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι κομουνάροι προσπάθησαν πολλές φορές ανεπιτυχώς να τον απελευθερώσουν, συλλαμβάνοντας ομήρους από την άλλη πλευρά, μεταξύ αυτών και τον αρχιεπίσκοπο των Παρισίων, Ζορζ Νταρμπουά.
Παρά τις αδυναμίες της, το έργο που επιτέλεσε ήταν σημαντικό, ιδιαίτερα στους τομείς της εργασίας και της παιδείας. Στον τομέα της εργασίας είχε τοποθετηθεί επικεφαλής ένας ούγγρος μαρξιστής, ο Λέον Φράνκελ, που πήρε μια σειρά από μέτρα για να ανακουφίσει τους εργάτες και τους μικροαστούς: κολλεκτιβοποίηση βιομηχανιών, χρεοστάσιο στο εμπόριο και τα ενοίκια, κατάργηση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, απαγόρευση τοκογλυφικών γραφείων και καθιέρωση της δεκάωρης ημερήσιας εργασίας.
Η Επιτροπή Παιδείας υπό τον Βαγιάν προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ενώ έλαβε μέτρα φεμινιστικού χαρακτήρα. Στην Επιτροπή Οικονομικών τοποθετήθηκε ένας έντιμος λογιστής, ο Φρανσουά Ζουρντ, ο οποίος αρνήθηκε να «εθνικοποιήσει» την Τράπεζα της Γαλλίας, στερώντας από τους κομμουνάρους πολύτιμο χρήμα για την επιτυχία του αγώνα τους.
Πολύ γρήγορα, η προσπάθεια της Κομμούνας αφιερώθηκε στον αγώνα εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχαν ενισχυθεί σημαντικά, μετά την αποχώρηση των Πρώσων. Διέθεταν 200.000 άνδρες απέναντι στους 60.000 άνδρες της Κομμούνας. Ο στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του Παρισιού στις 3 Απριλίου με την πολιορκία της πόλης. Μετά τις πρώτες στρατιωτικές αποτυχίες, η Κομμούνα σκλήρυνε τη στάση της, με την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που συνέστησε την Πρωτομαγιά του 1871, παρά την αντίδραση των αναρχικών.
Στις 21 Μαΐου οι δυνάμεις του Τιερ μπήκαν στο Παρίσι, όπου συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους κομμουνάρους. Σκληρές μάχες διεξάγονταν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά. Τα ανάκτορα του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Μέγαρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο στρατός προέβη σε μαζικές σφαγές αμάχων και οι Κομμουνάροι απάντησαν με την εκτέλεση 52 επιφανών Παριζιάνων, τους οποίους κρατούσαν ως ομήρους. Ανάμεσά τους, ο αρχιεπίσκοπος της πόλης Ζορζ Νταρμπουά.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις επικράτησαν πλήρως στις 28 Μαΐου 1871, έπειτα από μια εβδομάδα άγριων μαχών, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ματωμένη Εβδομάδα» («La semaine sanglante»). Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων 30.000 – 40.000 κομμουνάροι σκοτώθηκαν, ενώ οι απώλειες για τους κυβερνητικούς ανήλθαν σε 1000 άνδρες. Μετά έπιασαν δουλειά τα στρατοδικεία, που εξέδωσαν 10.137 καταδικαστικές αποφάσεις: 93 σε θάνατο, 251 σε καταναγκαστικά έργα και 4586 σε εξορία στο υπερπόντιο νησί της Νέας Καληδονίας. Χιλιάδες, εξάλλου, από τους ηττημένους αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν.
Η Γαλλία έζησε υπό στρατιωτικό νόμο έως το 1876, ενώ αμνηστία για όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας δόθηκε το 1880. Καταπνίγοντας στο αίμα την επανάσταση των λαϊκών τάξεων του Παρισιού και εξουδετερώνοντας τους μοναρχικούς, το αστικό καθεστώς σταδιακά σταθεροποιείται και επιβάλλεται.
Η Γαλλική Δεξιά θεωρεί την Παρισινή Κομμούνα ως ένα κλασσικό παράδειγμα οχλοκρατίας και τρομοκρατίας. Η παγκόσμια αριστερά την αποθεώνει και τη θεωρεί ως δείγμα ωριμότητας της εργατικής τάξης, η οποία για πρώτη φορά αναλαμβάνει την εξουσία.
Ο Καρλ Μαρξ ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα ως σύμβολο της εργατικής εξέγερσης κατά της αστικής τάξης. Στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (εκδόσεις «Στοχαστής») γράφει: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».
Ασκεί, όμως, κριτική στους επικεφαλής της, γιατί έχασαν πολύτιμο χρόνο, εφαρμόζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, αντί να επιτεθούν και να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τιερ. Ο Λένιν μελέτησε προσεκτικά την Παρισινή Κομμούνα, προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία του για τη δικτατορία του προλεταριάτου και να εφαρμόσει τα διδάγματά της στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Για τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν η «καθαρή άρνηση του κράτους», ενώ αντίθετη ήταν η άποψη ενός άλλου εξέχοντος αναρχικού, του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος τη θεωρεί ως μια μικρογραφία του κράτους σε τοπικό επίπεδο, αφού δεν τόλμησε να καταργήσει τους θεσμούς του.
Ο αντίκτυπος της Παρισινής Κομμούνας έφθασε και στην Ελλάδα. Το σύνολο των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής τάχθηκε εχθρικά στην Κομμούνα και μόνο η εφημερίδα «Μέλλον» του Δήμου Παπαθανασίου την υπερασπίστηκε. Γράφει ο εκδότης της στις 11 Μαΐου 1871: «Ναι, χαίρετε οι πρόμαχοι και οσονούπω μάρτυρες των αρχών εφ’ ων μόνον δύναται να θεμελιωθή η αληθής, η ακράδαντος, η λαοσώτηρα ελευθερία. Αι αρχαί σας θέλουν καταπνιγή εν τω αίματι και τω πυρί υπό των διαπλέων εκ της απορροφήσεως και του δεσποτισμού κιβδήλων δημοκρατών, αλλ’ αι αρχαί σας εισί προωρισμέναι να αναπλάσσουν τα έθνη και τους λαούς».
Την Παρισινή Κομμούνα αποδοκίμασε και η Βουλή, στη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου 1871. Ο βουλευτής Λομβάρδος ανέφερε στην ομιλία του: «Μικρά και αδύνατος η Ελλάς αλλ’ υπέρ της ελευθερίας πάντοτε αγωνισθείσα και αγωνιζόμενη δεν ημπορεί παρά να υψώσει δυνατά την φωνήν της αγανακτήσεώς της εναντίον εκείνων οι οποίοι εν τη καταχρήσει του ονόματος της ελευθερίας, την ελευθερίαν εσχάτως εν Παρισίοις επολέμησαν. Η Ελλάς μικρά και αδύνατος έλαβε την πείραν ότι ουδέν πολεμιώτερον της ελευθερίας όσον η αταξία. Εάν δεν εξασφαλίζη τι την ελευθερίαν, την εξασφαλίζει ο σεβασμός των νόμων και των δικαιωμάτων εκάστου».
SanSimera.gr