Του Ηλία Γιαννακόπουλου
«Ένας πολιτικάντης σκέφτεται τις επόμενες εκλογές. Ένας πολιτικός, τις επόμενες γενιές»
(Άρθουρ Κλαρκ)
Η ελληνική κοινή γνώμη σε τακτά διαστήματα καθίσταται δέκτης
δημοσκοπικών ευρημάτων και αναλύσεων που φιλοδοξούν να
αποτυπώσουν το πολιτικό status και την πολιτική κινητικότητα. Με βάση
αυτά τα ευρήματα οι εκλογολόγοι προβαίνουν στις δικές τους διαπιστώσεις και
ερμηνείες για το πολιτικό σκηνικό που κυριαρχεί, αλλά και εικάζουν για τις
πολιτικές εξελίξεις. Το πολιτικό marketing στην Ελλάδα ανθοφορεί και
διαμορφώνει όχι μόνο την πολιτική συμπεριφορά των πολιτών αλλά και των
κομμάτων. Κατεξοχήν, όμως, επηρεάζει τις κυβερνητικές αποφάσεις που
τείνουν να συστοιχίζονται με τα δημοσκοπικά «προϊόντα».
Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός φαίνεται να
κεφαλαιοποιούν – σύμφωνα πάντα με τα ποιοτικά ευρήματα των
δημοσκοπήσεων – τη διαχείριση της πανδημίας, την επιτυχή αντιμετώπιση
της προσφυγικής επίθεσης που δέχθηκε η Ελλάδα στον Έβρο, την οργάνωση
του ψηφιακού κράτους (ελέω Πιερρακάκη) και τώρα τελευταία τις αμυντικές
συμφωνίες με Γαλλία και Η.Π.Α. Οι καλοκαιρινές πυρκαγιές, οι σεισμοί και οι
ακραίες βροχοπτώσεις – καταιγίδες τραυμάτισαν λίγο τη θετική εικόνα της
κυβέρνησης αλλά όχι σε επίπεδο ανατροπής.
Το δημοσκοπικό παράδοξο
Οι δημοσκόποι σε όλα αυτά ανιχνεύουν ένα νεοφανές πολιτικό
φαινόμενο που αγγίζει τα όρια του δημοσκοπικού παράδοξου. Την
κυβερνητική, δηλαδή, φθορά να μην την εισπράττει η αντιπολίτευση και
ιδιαίτερα η αξιωματική αλλά ούτε και η ελάσσονα (ΚΙΝΑΛ). Η πολιτική
ηγεμονία του πρωθυπουργού είναι αναμφισβήτητη και οι ειδικοί τείνουν να
ερμηνεύουν το φαινόμενο αυτό χρησιμοποιώντας διάφορα εργαλεία από
πολλούς χώρους (ψυχολογία του πλήθους, υπαρξιακοί φόβοι, κουλτούρα του
φόβου λόγω πανδημίας…).
Πολλοί αναλυτές θεωρούν πως η πρωθυπουργική ηγεμονία εδράζεται
και στην αδυναμία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να επικοινωνήσει πειστικά και
με το ακροατήριο άλλων κομμάτων. Φαίνεται πως τα απόνερα της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ καθιστούν τον πολιτικό του λόγο αφερέγγυο. Άλλοι
τονίζουν την παντελή απουσία εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Δεν
λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που μιλούν για μία πολιτική δυσπιστία των
ψηφοφόρων απέναντι στις αντιπολιτευτικές τακτικές που περισσότερο
εξαντλούνται στο –αντί και λιγότερο στην πρόταση.
Για το σύνολο των δημοσκόπων και εκλογολόγων οι επόμενες εκλογές –
αν δεν συμβεί κάτι πολύ απρόοπτο – θα συνιστούν μία απλή – τυπική
πολιτική διαδικασία χωρίς ενδιαφέρον, αφού ο νικητής είναι δεδομένος,
όπως και οι άλλες θέσεις. Αυτό, βέβαια, αποτελεί μειονέκτημα για τη
δημοκρατία μας, γιατί έτσι επωάζεται μία πολιτική παραίτηση από τα
κόμματα. Η κυβέρνηση χρειάζεται την ανάσα – ενόχληση της αντιπολίτευσης
για να γίνει καλύτερη και η αντιπολίτευση μία προοπτική νίκης για τις αντι-
προτάσεις της. Αυτός ο πολιτικός εφησυχασμός θα φέρει και την απο-
ιδεολογικοποίηση της πολιτικής μέσα από το «όλοι ίδιοι είναι»…
Τα διλήμματα…
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό κυβέρνηση και κόμματα θα βρεθούν
μπροστά σε πολιτικά διλήμματα που έχουν σχέση με την ακολουθητέα
πολιτική πρακτική σε θέματα καθημερινότητας (ακρίβεια…) όσο και σε
θέματα ιδεολογικής ταυτότητας (περισσότερη δεξιά ή αριστερά/ μόνοι ή μαζί
με άλλους). Στο δεύτερο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αποψιλώσει το ΚΙΝΑΛ και
να εμφανιστεί ως ο αναμφισβήτητος εκφραστής του προοδευτικού χώρου.
Το ΚΙΝΑΛ στη λογική των ίσων αποστάσεων κινδυνεύει να χάσει την
ταυτότητά του.
Η ΝΔ στο θέμα αυτό με την υπουργοποίηση πολλών προσώπων της
κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ) επέκτεινε το ακροατήριό της δηλώνοντας έμμεσα
πως αποκηρύσσει τον παραδοσιακό δεξιό μανδύα. Ο πρωθυπουργός
μιμούμενος τον Κ. Σημίτη διεμβόλισε τον χώρο του κέντρου, όπως ο πρώην
πρωθυπουργός το χώρο της δεξιάς υποσχόμενος νοικοκύρεμα της οικονομίας
αλώνοντας έτσι εκλογικά παραδοσιακά φρούρια της δεξιάς (Βόρεια προάστια
Αττικής, εκλογές 1996).
Πολιτική και ποδήλατο
Ωστόσο το μεγάλο διακύβευμα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού
θα είναι αν θα επιλέξουν την ακινησία, την σταθερότητα και την πολιτική
ισορροπία με την προσεκτική διαχείριση του παρόντος ή θα επιλέξουν το
γρήγορο πεταλάρισμα του ποδηλάτου. Η λειτουργία του ποδηλάτου
προϋποθέτει την συνεχή κίνηση γιατί έτσι επιτυγχάνεται η ισορροπία. Το
σωστό πεταλάρισμα προϋποθέτει υψηλή τεχνική και αντοχές.
Κατ’ αναλογίαν και η κυβέρνηση – κάθε απόχρωσης διαχρονικά –
κρίνεται από την τόλμη της να έρθει σε ρήξη με τα παραδοσιακά πρότυπα
συγκρότησης της κοινωνίας και της οικονομίας. Στόχος η διαρκής κίνηση και
η αναζήτηση νέων σχημάτων, προτύπων και προοπτικής ανάπτυξης και
μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η κίνηση δίνει το όραμα και την ελπίδα,
όπως το πεταλάρισμα του ποδηλάτη.
Η μη-κίνηση, το παρκαρισμένο ποδήλατο, σημαίνει μία επίπλαστη
σταθερότητα που συνοδεύεται από παροχολογίες με στόχο τις επόμενες
εκλογές. Η κίνηση του ποδηλάτου σημαίνει προγραμματισμός και
σχεδιασμός των επόμενων δεκαετιών. Σίγουρα το δεύτερο απαιτεί πολιτική
ηθική και τόλμη, γιατί το μακροπρόθεσμο δεν δίνει εύκολες και σίγουρες
ψήφους όπως το πρώτο. Ωστόσο τα πολιτικά κέρδη της κυβέρνησης – και
κάθε κόμματος που φιλοδοξεί να γίνει κυβέρνηση – θα είναι μεγάλα. Αλλά και
οι ψηφοφόροι διαπαιδαγωγούνται πολιτικά στο θέμα της επιλογής των
κριτηρίων με τα οποία επιλέγουν τους κυβερνήτες τους.
«Συντηρητικός είναι αυτός που πιστεύει ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνεται για πρώτη φορά»
(Thomas Fuller, Άγγλος στοχαστής)
Ορθοπεταλιές
Η πολιτική, λοιπόν, χρειάζεται συνεχές πεταλάρισμα και κίνηση∙
διαφορετικά χάνεται η ισορροπία και η αξιοπιστία πολιτικής και πολιτικών. Την
πρόοδο την φέρουν οι μεγάλοι ποδηλάτες αλλά και εκείνοι οι πολιτικοί που
μεταφράζουν σωστά τα μηνύματα του μέλλοντος.
«Οι μεγάλοι πολιτικοί ακούν πριν από τους άλλους το μακρινό χλιμίντρισμα των αλόγων της ιστορίας»
(Όττο φον Μπίσμαρκ, Γερμανός καγκελάριος)
Μπορούμε ως πολιτικοί και λαός να υπερβούμε τα παραδοσιακά
πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς και να συνταχθούμε με τους ήχους
γνωστού τραγουδιού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλους.
«Φόρτσα το πετάλι, να ‘ρθουνε κι άλλοι πάμε για ορθοπεταλιές»