Ο χωρισμός των γονιών, με ή χωρίς διαζύγιο, είναι πιθανότερο να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των παιδιών τους ηλικίας επτά έως 14 ετών, ενώ το πρόβλημα είναι μικρότερο έως ανύπαρκτο για τα μικρότερα παιδιά, υποστηρίζει μια βρετανική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Έμλα Φιτζίμονς του Ινστιτούτου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κοινωνικής ιατρικής «Social Science and Medicine», μελέτησαν 6.245 παιδιά και νέους, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», εστιάζοντας στις -πιο συνηθισμένες- περιπτώσεις όπου ο πατέρας έφυγε από το σπίτι μετά το χωρισμό.
Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά επτά έως 14 ετών που βιώνουν τη διάλυση του γάμου των γονιών τους έχουν 16% αύξηση στα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, καθώς και αύξηση 8% στις διαταραχές συμπεριφοράς, ιδίως τα αγόρια.
Το εισοδηματικό και γενικότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο δε φαίνεται να παίζει ρόλο, καθώς τόσο τα φτωχότερα όσο και τα πλουσιότερα παιδιά επτά έως 14 ετών εμφανίζουν ψυχικές επιπτώσεις μετά το χωρισμό των γονιών τους.
Αντίθετα, τα παιδιά τριών έως επτά ετών δεν έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για τέτοια προβλήματα (άμεσα ή έως τα 14 τους) απ’ ό,τι οι συνομήλικοί τους που ζουν κανονικά με τους δύο γονείς τους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «ο χωρισμός της οικογένειας είναι επιβλαβής για την ψυχική υγεία των εφήβων, όταν συμβαίνει αργά στην παιδική ηλικία, αλλά όχι όταν συμβαίνει νωρίς».
Η αναχώρηση του πατέρα από την οικογενειακή εστία μετά το χωρισμό, όταν ακόμη το παιδί είναι μικρό, σύμφωνα με τη μελέτη, «δεν έχει βραχυπρόθεσμες συνέπειες και μόνο μικρές μεσοπρόθεσμες, αποκλειστικά μάλιστα στα κορίτσια. Από την άλλη, η αποχώρηση του πατέρα σε πιο προχωρημένη παιδική ηλικία σχετίζεται με μια αύξηση στην εσωτερίκευση των προβλημάτων τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια».