Η Δευτέρα, 7 Φεβρουαρίου, αποτελεί την πρώτη ημέρα μιας ακόμη κρίσιμης και καθοριστικής εβδομάδας για το Ουκρανικό και την προσπάθεια που καταβάλλεται ώστε η κρίση να εκτονωθεί με διπλωματικά μέσα και χωρίς να ηχήσουν τα όπλα. Μιας εβδομάδας που σφραγίζεται, μάλιστα, από την «αντεπίθεση» της Ευρώπης, η οποία προσπαθεί να βρεθεί σε θέση πρωταγωνιστή, αντί κομπάρσου που είναι μέχρι σήμερα.
Η ατζέντα «μιλά» από μόνη της: Ο πρόεδρος της Γαλλίας και ασκών την προεδρία της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο, Εμανουέλ Μακρόν, μεταβαίνει στη Μόσχα προκειμένου να συναντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν, σε μια «επικίνδυνη διπλωματική αποστολή», όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα le Monde.
Την αμέσως επόμενη ημέρα δε, την Τρίτη, σειρά για τον Μακρόν έχει η πρωτεύουσα της Ουκρανίας και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον οποίο θα επιχειρήσει να πείσει να συμμετέχει σε μια διάσκεψη κορυφής με τον Πούτιν – όντας υποχρεωμένος να «δώσει» και στους δύο κάτι με το οποίο να μπορούν να κάνουν πίσω.
Την ίδια στιγμή, ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, βρίσκεται ήδη στην Ουάσιγκτον, όπου θα προσπαθήσει να αποδείξει στον Τζο Μπάιντεν ότι τόσο η χώρα του όσο και η ΕΕ έχουν λόγο στην υπόθεση και μάλιστα σημαντικό. Ο ίδιος, με βάση το πρόγραμμα που έχει ανακοινωθεί, πρόκειται στη συνέχεια να ακολουθήσει τα «χνάρια» του Μακρόν, επισκεπτόμενος επίσης Μόσχα και Κίεβο (στις αρχές της επόμενης εβδομάδας) – την ώρα που το φάντασμα της Μέρκελ και του «κυρίου Τίποτα» έχει αρχίσει ήδη να τον κυνηγά.
Από την πλευρά της, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, πραγματοποιεί σήμερα επίσκεψη στο Κίεβο, που μοιάζει εξοργισμένο με την άρνηση της κυβέρνησης του Βερολίνου να σταθεί πιο ενεργά στο πλευρό του. Όσο για τον υπεύθυνο της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, είναι επίσης στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να συναντηθεί με τον ομόλογό του, Άντονι Μπλίνκεν, αλλά και να παραβρεθεί στην 9η ενεργειακή σύνοδο ΗΠΑ-ΕΕ – όπου, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, το Ουκρανικό θα κυριαρχήσει.
Το προφανές από όλα αυτά είναι, όπως σημειώνει στην Liberation ο Αμερικανός πολιτικός αναλυτής Ράτζαν Μίνον, ότι «όσο περισσότερη διπλωματική δραστηριότητα υπάρχει τόσο λιγότεροι είναι οι κίνδυνοι ενός πολέμου στην Ουκρανία». Κι αυτό, καθώς η Ουάσιγκτον επιμένει πως η Ρωσία είναι πλέον έτοιμη όχι σχεδόν να επιτεθεί, αλλά να καταλάβει και το Κίεβο – έστω κι αν ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών, Ντμίτρο Κουλέμπα, δηλώνει ότι δεν πιστεύει τις «προβλέψεις περί Αποκάλυψης», θεωρώντας ότι οι πιθανότητες επίτευξης «διπλωματικής λύσης» με την Μόσχα παραμένουν «σημαντικά περισσότερες» από την πιθανότητα στρατιωτικής «κλιμάκωσης».
Το σίγουρο είναι πάντως ότι η διπλωματία δεν μπορεί να συνεχιστεί αενάως όσοι οι στρατοί βρίσκονται αντιμέτωποι με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Αργά ή γρήγορα, είτε θα οδηγήσει σε μία βιώσιμη λύση εκτόνωσης είτε θα αναγκαστεί να παραμερίσει, δίνοντας τον πρώτο λόγο στον πόλεμο.
Αυτό ακριβώς γνωρίζουν και τρέμουν οι Ευρωπαίοι. Γι’ αυτό ακριβώς αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους – ή, τουλάχιστον, να το προσπαθήσουν. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει ότι είναι αυτοί (οι οικονομίες τους, η κοινωνική τους συνοχή, η πολιτική τους σταθερότητα και πολλά ακόμη) που θα απειληθούν κυρίως εάν δεν αποτραπεί το χειρότερο σενάριο.
Αυτό είναι και το βασικό τους κίνητρο, περισσότερο από το «ζήτημα τιμής» που αντιμετωπίζουν Μακρόν και Σολτς όσο αφήνουν να κάνουν κουμάντο στα του… οίκου τους οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι, όπως επίσης και ο Ταγίπ Ερντογάν. Στην περίπτωση, άλλωστε, που δεν καταφέρουν να πρωταγωνιστήσουν και να δώσουν λύση σε αυτή την κρίση, τότε οι θεωρίες περί «στρατηγικής αυτονομίας» και «ισχυρής Ευρώπης» θα παραπέμπουν σε… φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι οι «27» δεν διαθέτουν κοινή γραμμή για το Ουκρανικό ή απέναντι στη Μόσχα. Ωστόσο, εάν Βερολίνο και Παρίσι καταφέρουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, θα έχουν στη συνέχεια μεγαλύτερες πιθανότητες να «σύρουν» και τους υπόλοιπους προς την κατεύθυνση που επιθυμούν.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα συμβεί – κατ’ αναλογία – ό,τι και με την εισβολή Αμερικανών και Βρετανών στο Ιράκ το 2003, δηλαδή πριν από 20 περίπου χρόνια: Η Ευρώπη θα χωριστεί στα δύο και το ρήγμα που θα προκληθεί θα είναι πλέον τόσο μεγάλο, ώστε το ίδιο το μέλλον της ΕΕ θα είναι αβέβαιο.
Γιώργος Παυλόπουλος (ot.gr)