Τρίτη 01.04.2025 ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ
11.05.2021 /

Η κερκόπορτα

Της Βιργινίας Γκαλέα

Ο Τάκης κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε δύο η ώρα. Κανονικά, αν ήταν άλλη μέρα, θα καθόταν να πιει κάνα δυο μπίρες με τους φίλους του και μετά θα πήγαινε για φαγητό στη Μαιρούλα. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα το πρόγραμμα ήταν διαφορετικό. Το είχε κανονίσει και δεν χωρούσε αλλαγή. Η συνάντηση ήταν στις 2.30’ το μεσημέρι στην άλλη μεριά της πόλης. Είχε επιλέξει το μέρος με προσοχή, μην τον δει κανένα μάτι και γίνει ρόμπα. Αν ήθελε να είναι στην ώρα του, έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως. Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο. Οι προχθεσινές κουβέντες της Μαιρούλας δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του.
«Όχι Τάκη μου», του είχε πει σκασμένη στα γέλια. «Κερκόπορτα δεν είναι ούτε η πόρτα του γκαράζ, ούτε της αποθήκης, όπως νομίζεις. Έτσι έλεγαν τη μισάνοιχτη πόρτα στα τείχη από την οποία μπήκαν οι Τούρκοι και πήραν την Πόλη. Τώρα έχει μεταφορικό νόημα Τάκη μου. Είναι σαν την πόρτα της καρδιάς μου, που την άφησα επίτηδες για σένα ανοιχτή και αφύλαχτη για να μπεις στη ζωή μου και να την κυριεύσεις».
Πολλά είχαν ενοχλήσει τον Τάκη εκείνο το απόγευμαꞏ πολλά. Το αυθόρμητο γέλιο της Μαιρούλας, η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους εξαιτίας μιας κακοφυλαγμένης πόρτας, οι δικαιολογίες που αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει για την αμάθειά του… Κι αυτή η αναθεματισμένη λέξη! Άκου κρεκ…κερκόπορτα. Ούτε να την προφέρει δεν μπορούσε.
Τα έβαλε με τον εαυτό του. Τι ήθελε; Να το παίξει έξυπνος; Ειδικά σε θέματα που δεν σκάμπαζε μια, είχε πάρει όρκο να κρατάει το στόμα του κλειστό. Αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και για ακόμα μια φορά τα έκανε μαντάρα.
Στο σχολείο ο Τάκης ήταν μονίμως απών σε όλα σχεδόν τα μαθήματα. Το σώμα του ήταν αναγκαστικά εκεί αλλά το μυαλό του ταξίδευε συνεχώς. Βόλτες με μηχανές και αυτοκίνητα ζήταγε η ψυχή του. Πού μυαλό για ιστορία και γραμματική! Να όμως που τώρα τα έμπλεξε με μορφωμένη. Αχ την πάτησες Τάκη μου, την πάτησες. Είχε δίκιο η γιαγιά του που έλεγε ότι άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
Όση ώρα οδηγούσε, οι σκέψεις του ταξίδευαν, πότε στην κερκόπορτα και πότε στην Μαιρούλα. «Μα να μας πάρουν την Πόλη γιατί δεν αμπάρωσαν μια πόρτα!». Από εκείνη τη μέρα που το έμαθε, έλεγχε δυο και τρεις φορές τις πόρτες του σπιτιού του, της δουλειάς του, του αυτοκινήτου του. Μην την πατήσει κι αυτός σαν τους Βυζαντινούς. Και κοντά στο πάθημα και την αβλεψία αυτωνών, είχε και το γέλιο της Μαιρούλας από πάνω. Αν και δεν έκρυβε το παραμικρό ίχνος ειρωνείας, αντηχούσε συνεχώς στα αυτιά του. Δεν θα την ξαναπατούσε σαν βλάκας. Από σήμερα κιόλας θα φρόντιζε να διορθωθεί αυτή η κατάσταση. Θα άρχιζε να πελεκάει αυτό το ξύλο το απελέκητο.
Όταν τελικά έφτασε στη διεύθυνση που είχε σημειώσει στο τσαλακωμένο χαρτάκι του, ήταν ακόμη 2.20’. Πάρκαρε και κατέβασε το τζάμι γιατί ξαφνικά φούντωσε. Από την μια ήθελε να ξαναβάλει μπρος τη μηχανή και να φύγει, από την άλλη όμως το πείσμα του και ο εγωισμός, του έλεγαν να μείνει πιστός στην απόφασή του. «Θάρρος Τάκη, θάρρος. Ρε τι τραβάω για ένα φουστάνι!», μονολόγησε. Βγήκε από το αυτοκίνητο να καπνίσει ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα. Έπρεπε να τηλεφωνήσει και στη Μαιρούλα να μην τον περιμένει άδικα για φαΐ. Της ψέλλισε μια δικαιολογία και το έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντησή. Δεν ήθελε να προδοθεί ότι της έλεγε ψέματα. Με την Μαιρούλα όλα ήταν αλλιώς. Καθαρό χαρτί απέναντί της ο Τάκης. Μόνο με αυτήν συνέβαινε αυτό. Με τις άλλες, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το ψέμα απ’ την αλήθεια. Μέχρι και τα ονόματα είχε μπερδέψει μια φορά. Πώς είχε καταφέρει τότε να το κουκουλώσει, ένας Θεός ξέρει. Στο «πρόσωπο» είχε πει ότι τη φώναξε μ’ αυτό το όνομα γιατί του θύμιζε τάχα τη συγχωρεμένη τη μάνα του. Όχι μόνο τον πίστεψε, αλλά συγκινήθηκε κιόλας η αφελής κοπελίτσα! Αχ!, κάποτε τις κουμαντάριζε καλά τις γυναίκες. Τι τα θες! Περασμένα μεγαλεία Τάκη!
2.30» ακριβώς. Είχε έρθει η ώρα λοιπόν. Ανέβασε το τζάμι, κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου, έλεγξε αν όλα ήταν ασφαλισμένα και προχώρησε.
Ή ταν ή επί τας. Χτύπησε αποφασιστικά το κουδούνι. Την πόρτα άνοιξε μια μεσόκοπη γυναίκα.
«Την κυρία Τόνια θα ήθελα», είπε διατακτικά με σιγανή φωνή. Από μέσα εμφανίστηκε ένα λεπτοκαμωμένο εικοσιπεντάχρονο κορίτσι. «Είμαι η Τόνια. Εσείς πρέπει να είστε ο κύριος Τάκης, ναι; Άγγλος στο ραντεβού σας. Περάστε, μην ντρέπεστε. Να, εδώ θα καθίσουμε. Σε δυο λεπτά αρχίζουμε το μάθημά μας. Τετράδιο και μολύβι φέρατε;».

*Η Βιργινία Γκαλέα είναι αισθητικός και απόφοιτος του τμήματος Τουρκικών σπουδών του ΕΚΠΑ

Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.

[fbcomments]