Στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ λίγο μετά τις 10 το πρωί, και αφού τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή ως ένδειξη σεβασμού στα 57 θύματα των Τεμπών, ξεκίνησε η παρουσίαση του πορίσματος του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) για το σιδηροδρομικό έγκλημα.
Το αίτημα των συγγενών των θυμάτων για αναβολή της ανακοίνωσης, λόγω των διαδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για αύριο, δεν έγινε εντέλει δεκτό και η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε κανονικά, όπως ήταν προγραμματισμένο.
Σημειώνεται πως ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση αεροπορικών και σιδηροδρομικών δυστυχημάτων και θα γνωστοποιήσει τα πορίσματά του για τις αιτίες που οδήγησαν στο τραγικό δυστύχημα, την κατάσταση του ελληνικού σιδηροδρόμου, την μη αξιοποίηση των κονδυλίων για τη βελτίωσή του, αλλά και τα αίτια που προκάλεσαν την έκρηξη που ακολούθησε της σύγκρουσης των τρένων.
Η παρουσίαση του πορίσματος έγινε από τους:
Υπενθυμίζουμε πως αναμένονται ακόμη δύο πορίσματα: Αυτό του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου σχετικά με τα έλαια σιλικόνης και αυτό της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. για τη γνησιότητα των βίντεο. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πότε θα ανακοινωθούν.
Πρώτος ομιλητής ήταν ο Χρήστος Παπαδημητρίου ο οποίος ανέφερε πως «τη βραδιά του δυστυχήματος ο οργανισμός ήταν ανύπαρκτος. Δεν είχαμε παρεμβάσεις από κανέναν», ενώ πρόσθεσε πως «η μη ιεροποίηση του χώρου δυστυχήματος είχε ως συνέπεια να χαθούν πολύτιμα στοιχεία. Οι συγγενείς έκαναν πολύτιμο έργο… Τους ευχαριστούμε».
Ενώ πρόσθεσε πως αβελτηρίες και εγκληματικά λάθη υπάρχουν στην Ελλάδα επί σειρά ετών εξηγώντας πως «η 717 θα έπρεπε να ολοκληρωθεί από το 2016. Η καθυστέρηση έπαιξε ρόλο στο δυστύχημα και το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε το σιδηρόδρομο. Τα μνημόνια αποψίλωσαν τον ΟΣΕ από προσωπικό». Παράλληλα ανέφερε τις τραγικές καθυστερήσεις στον σιδηρόδρομο και δεσμεύτηκε πως θα συμβάλλει για «να μην υπάρξει ξανά νεκρός στον ελληνικό σιδηρόδρομο».
Τον λόγο στη συνέχεια πήρε ο Κώστας Καπετανίδης ο οποίος μίλησε για λάθη όσον αφορά στον σταθμάρχη και τις κινήσεις του την μέρα της τραγωδίας, αποδίδοντάς τα όμως στην «τραγική έλλειψη προσωπικού», στα «εξαιρετικά δύσκολα καθήκοντα ενός σταθμάρχη», στις «ατέλειωτες ημέρες που δούλευαν οι εργαζόμενοι, χωρίς να παίρνουν ρεπό», όπως είπε.
«Ο σταθμάρχης Λάρισας δεν χρησιμοποίησε την αυτόματη χάραξη, άφησε κατά λάθος την αλλαγή 118 στη διαγώνιο. Ήταν μεγάλο λάθος χειρισμού», είπε ο κ. Καπετανίδης, όμως στη συνέχεια πρόσθεσε πως «η μέρα ήταν γεμάτη βλάβες και καθυστερήσεις. Η διπλή γραμμή είχε γίνει μονή. Ο άνθρωπος είχε να αντιμετωπίσει τεράστιο αριθμό επικοινωνιών. Η δικλείδα ασφαλείας ήταν δύο λαμπάκια στον πίνακα ελέγχου. Δεν τα είδε. Είχε συναισθηματική φόρτιση από προηγούμενο λάθος».
Χαρακτηριστικά τόνισε πως «το προσωπικό εργαζόταν πέρα από το όριο που είναι ανθρωπίνως αποδεκτό» οπότε είναι λογικό επόμενο να συμβαίνουν τέτοια λάθη.
Ο κ. Καπετανίδης κατέληξε στο ότι τα περισσότερα από τα θύματα πέθαναν από μηχανικά αίτια, «τα οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα να αντέχουν συγκρούσεις με περισσότερα από 36 χιλιόμετρα την ώρα», είπε. «Η πυρόσφαιρα ήταν πολύ μεγάλη. Καταλήξαμε ότι δεν υπήρξε ένδειξη ότι το σιδηροδρομικό υλικό προκάλεσε τη φωτιά. Πιθανή είναι η παρουσία αγνώστου καυσίμου», πρόσθεσε.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το είδος του αγνώστου καυσίμου, ο Bart Accou απάντησε πως δεν μπορούν με βεβαιότητα να ξέρουν τι είδους χημικό μπορεί να είναι, καθώς η επιθεώρηση του δυστυχήματος δεν έγινε με τον τρόπο που έπρεπε να για μπορέσουν να προσδιορίσουν τον τύπο του καυσίμου.
«Υπήρξαν εκτιμήσεις για το ποιο θα μπορούσε να είναι το καύσιμο, αλλά παραμένουν εκτιμήσεις», πρόσθεσε ο Accou, διευκρινίζοντας πως έχουν χαθεί πολύτιμα στοιχεία.
«Το μόνο στο οποίο μπορέσαμε να καταλήξουμε είναι πως οι μηχανές του τρένου ή το επίσημα καταγεγραμμένο φορτίο του δεν μπορεί να εξηγήσει την πυρόσφαιρα».
Τον λόγο πήρε ο Αστέριος Αλεξάνδρου ο οποίος αναφέρθηκε στο γεγονός ότι έχουν χαθεί πολύ σημαντικά στοιχεία για να μπορέσει να αποδοθεί η αλήθεια. «Δεν έγινε σωστή χαρτογράφηση του χώρου του δυστυχήματος. Είχαμε απώλεια πληροφοριών ζωτικής σημασίας», είπε χαρακτηριστικά.
«Η ΡΑΣ δεν εντόπισε κρίσιμες αδυναμίες στο θέμα της ασφάλειας. Αρκετές από αυτές εντοπίστηκαν στη συνέχεια», πρόσθεσε.