Με τα μάτια ακόμη κλειστά από τον ύπνο και τη φωνή της μητέρας όλο και πιο πολύ να δυναμώνει, ο μικρός Θανάσης σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε σχεδόν στα τυφλά στο μπάνιο, αργά, σέρνοντας τα πόδια του…
«Άντε! Πάλι εμείς θα αργήσουμε στο σχολείο;»
«Μα είναι δυο βήματα βρε μαμά, θα πάω με τα πόδια…»
«Όχι, δεν σου έχω καμιά εμπιστοσύνη, θα βρεις τον φίλο σου τον Νικόλα, και θα τραβήξετε για το ποτάμι. Θα πάμε με το αυτοκίνητο, ακούς;».
Μετά από λίγη ώρα ,ο μικρός, από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, βλέπει τον Νικόλα να κλαίει μπροστά σε μια τεράστια μπουλντόζα, που εκείνη την ώρα την ξεφόρτωνε στην όχθη του ποταμού ένα από εκείνα τα μεγάλα φορτηγά που θα πρέπει να βρουν τεράστιους δρόμους για να στρίψουν.
«Σταμάτα, κάτι γίνεται, δεν βλέπεις τον Νικόλα που κλαίει, κάτι τρέχει», είπε με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του.
«Αργήσαμε, θα χτυπήσει κουδούνι, εσύ δεν βλέπεις την ώρα;» λέει η μητέρα του δείχνοντας το καντράν του ρολογιού στο ταμπλό του αυτοκινήτου.
Θα τον βρω στο διάλλειμα, σκέφτηκε, θα έρθει στο σχολείο, έστω και αργά θα έρθει, δεν μπορεί.
Η πρώτη ώρα ήταν μαθηματικά, αλλά το μυαλό του Θανάση ήταν στο ποτάμι.
Τι ζητά άραγε η μπουλντόζα εκεί, δεν πιστεύω να θέλουν να καθαρίσουν το ποτάμι. Αλλά ακόμη και αυτό να συνέβαινε, μιας και όντως είχε γεμίζει με πλαστικά μπουκάλια η περιοχή, μέχρι και λεκάνη τουαλέτας είχαν βρει με τον Νικόλα την οποία ανέσυραν και την πήγαν στην κρυψώνα τους…
Στη σκέψη αυτή τον έλουσε κρύος ιδρώτας.
Λες να χαλάσουν και την κρυψώνα μας; αναρωτήθηκε. Πρέπει να φύγω, δεν γίνεται, εκεί έχουμε όλα μας τα πράγματα. Θα προλάβει άραγε ο Νικόλας να τα πάρει; Μέχρι και κάτι παλιές κουβέρτες και χαλιά που είχαν οι μανάδες τους στην αποθήκη κουβάλησαν για να είναι άνετα στην αυτοσχέδια κρυψώνα τους.
Βέβαια γι’ αυτό που είχε φάει μέχρι και σφαλιάρα, ήταν το ράντζο που εξαφάνισε. Οι γονείς του νόμιζαν πως το πούλησε σε κάποιο τσιγγάνο και άρχισαν να τον ανακρίνουν τι έκανε τα χρήματα κι αν με αυτά αγόρασε τσιγάρα, αφού πίστεψαν πως μάλλον άρχισε το κάπνισμα.
Σε λίγο ο ήχος της μπουλντόζας έφτανε μέχρι και μέσα στην τάξη.
«Ορίστε, ξεκίνησαν να μας καθαρίζουν το ποτάμι», είπε η δασκάλα. «Επιτέλους να ξεβρομίσουν και να κόψουν κι αυτά τα παλιόδεντρα που κουβαλάνε ένα σωρό κουνούπια».
Πετάχτηκε, δίνει μια, και αψηφώντας τις επιπτώσεις, βγαίνει από την τάξη κι αρχίζει αλαφιασμένος να τρέχει φωνάζοντας τον φίλο του.
Και ο τσικνιάς τι θα γίνει, πέντε αυγά μετρήσανε στη φωλιά του με το Νικόλα που κατάφερε να σκαρφαλώσει μέχρι απάνω στο δένδρο. Τις προάλλες έσπασε ένα κλωνάρι κι ευτυχώς πιάστηκε από την μπλούζα του. Έριξε το κλάμα της χρονιάς, ήταν καινούργια και τι θα έλεγε στους δικούς του.
Και τ’ αηδόνια; Τέτοιον καιρό άρχισαν να δίνουν συναυλίες… που ακουγόταν μέχρι το δωμάτιό μας λέγοντάς μας καληνύχτα.
Εμείς δεν είμαστε σαν τα παιδιά του κέντρου που βλέπουν το ποτάμι μόνο όταν τους πάει ο μπαμπάς τους βόλτα με τις βαρκούλες, εμείς το αγαπάμε, το ακούμε κάθε μέρα να κυλάει όπως το αίμα στις φλέβες μας… βγάζει φωνή και όταν είναι θυμωμένο και όταν είναι ήρεμο.
Μας χαμογελάει… Μας αφήνει να μπαίνουμε μέσα του και μας αγκαλιάζει, αφήνουμε τα κορμιά μας και τα πάει βόλτα μέχρι τον πεσμένο μεγάλο κορμό της φτελιάς που λιάζονται οι βίδρες. Αυτόν γιατί να το πάρουν; Κάτι πρέπει να κάνουμε, είναι μια ολόκληρη οικογένεια εκεί, μόνο εγώ και ο Νικόλας τις έχουμε δει, μας έμαθαν, μάλλον μας θεωρούν κι εμάς κάτοικους του ποταμού…
Μάλλον επειδή αγαπάμε το ποτάμι, δεν μας θεωρούν ανθρώπους.