Τρίτη 01.04.2025 ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ
31.07.2021 /

Θα τον κερνούσε και γλυκό

Της Δέσποινας Κοσματοπούλου - Παντέρα*

Πέρασε και η σημερινή μέρα με τα καλά της και τα δύσκολά της. Αχ αυτά τα αρθριτικά, πονάνε τα πόδια, τα χέρια, τι να πούμε, γεράματα. Και αύριο μέρα του θεού να ξημερώσει και να είμαστε όλοι οι άνθρωποι καλά. Αυτά ευχήθηκε η κυρία Μαριγούλα ετών ενενήντα ένα μονολογώντας (κάτι που έκανε πολύ συχνά), έκανε τον σταυρό της και έπεσε να κοιμηθεί.

Ζούσε μόνη εδώ και πολλά χρόνια, στην άκαιρη του χωριού σ’ ένα σπιτάκι πάντα νοικοκυρεμένο και φροντισμένο, παρόλα τα χρόνια που την βάραιναν. Αξιοπρεπέστατη πάντα. Μειλίχια με λεπτότητα ψυχής και με μια σοφία παραπάνω ίσως από αυτή που αποκτάς στη μεγάλη ηλικία λόγω πείρας ζωής.

Έλεγαν ακόμη στο χωριό ότι μπορεί να διαβάζει τα μάτια. Δεν ήταν λίγοι οι συγχωριανοί που ζητούσαν τις συμβουλές της για διάφορα θέματά τους και τις ασπάζονταν. Έτσι κυλούσε ο καιρός γεμίζοντας και την δικιά της ζωή με καλοσύνη από την είσπραξη αγάπης που την περιέβαλε.

Συχνά την ρωτούσαν, δεν φοβάσαι μόνη σου και απομακρυσμένη από το χωριό; Τόσα συμβαίνουν. Και εκείνη απαντούσε, όχι και κλέφτης να μπει εγώ θα τον κεράσω και γλυκό και θα τα πούμε, και γέλαγε καλοσυνάτα αφήνοντας να φαίνεται το ένα και μοναδικό της δόντι.

Παρόλη την σχετική βαρηκοΐα της, της φάνηκε μες στον ύπνο της ότι ακούστηκε ένας τριγμός στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε από το ισόγειο προς το υπνοδωμάτιό της. Όχι, δεν έκανε λάθος. Τώρα ο τριγμός δυνάμωνε και ακούγονταν και βήματα συγχρόνως, αλλά μάλλον τίποτε δεν τρόμαζε την κυρία Μαριγούλα, με τον ασυνήθιστο για την ηλικία της χαρακτήρα. Μέχρι και χιούμορ έκανε από μέσα της. Μπα, ο χάρος έρχεται να με πάρει και δεν φοράω και  το καλό μου νυχτικό. Πώς θα τον καλωσορίσω; Τα βήματα σταμάτησαν έξω από την πόρτα του δωματίου της και σε κλάσματα του δευτερολέπτου η καμαρούλα της φωτίστηκε από το φως που σκόρπισε ο γλόμπος στο ταβάνι. Ανασηκώθηκε ελαφρώς στο κρεβάτι της ακουμπώντας στο χέρι της. Αχ και αυτά τα αρθριτικά, ποτέ δεν την ξεχνούσαν. Μπροστά της ένας θεόρατος άνδρας, μάλλον πολύ νέος, κρίνοντας απ’ την κορμοστασιά του, με μαύρα γάντια στα χέρια να της προτείνει ένα μαχαίρι. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν, το έκρυβε μια αστεία μάσκα κλόουν.

Η κυρία Μαριγούλα πού βρήκε το κουράγιο σε τέτοιο θέαμα και του χαμογέλασε! Ποιος είσαι παιδί μου; Να σου πω την αλήθεια άλλον περίμενα, αστειεύτηκε, αλλά δεν πειράζει, στο σπίτι μου καλοδεχούμενος να είσαι. Ο ψηλός άνδρας ταλαντεύτηκε λίγο σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε η γιαγιά, και αμέσως, μην ξεχνώντας τον σκοπό της νυχτερινής του επίσκεψης, συγκέντρωσε όση αγριάδα τον διακατείχε, την άρπαξε απ’ τον λαιμό και της ακούμπησε εκεί το μαχαίρι. Με μένα παίζεις τρελόγρια; Τα χρήματα και τα κοσμήματα, και από όσο ξέρω δεν είναι και λίγα, και γρήγορα, της λέει. Παρόλο που οι κινήσεις του και ο λόγος του ήταν σκληρός, η κυρία Μαριγούλα εστίασε στα μάτια του. Δύο μεγάλα καστανά μάτια διακρίνονταν πίσω απ’ την μάσκα που φορούσε με παιδική αθωότητα. Έτσι τα είδε εκείνη. Πονεμένα, ίσως και απελπισμένα. Αντί για φόβο και θυμό, ένοιωσε πόνο γι’ αυτόν τον άνθρωπο και αισθήματα αγάπης σαν να ήταν ο εγγονός της. Πάντα σε περίμενα. Εδώ και καιρό έχω κάνει τα κουμάντα μου για σένα (και ποιος γέρος δεν νιώθει ευάλωτος στο να βρεθεί αντιμέτωπος με κλέφτη στο σπίτι του;), και δεν θα σου κρύψω τίποτα. Θα σου δείξω όλες τις κρύπτες του σπιτιού με τα κοσμήματα και τα χρήματα, αλλά θέλω και από σένα μια χάρη: να βγάλεις την μάσκα που φοράς. Θέλω να νοιώσω ότι ένας άνθρωπος σήμερα το βράδυ είχε μεγάλη ανάγκη στην ζωή του και ήθελε να ζητήσει την βοήθειά μου. Όχι δεν είσαι κακοποιός, δεν είσαι ληστής, εσύ δεν είσαι αλήτης. Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι. Κατέβασε την μάσκα.

Μπορεί οι φωνές μέσα του να του έλεγαν όχι δεν θα τη βγάλεις αλλά τα χέρια του οδηγήθηκαν μηχανικά στο πρόσωπο και απομάκρυναν τον αστείο κλόουν.

Του τα έδωσε όλα: και τα χρήματα και τα κοσμήματά της, όπως του υποσχέθηκε. Τελικά δεν ξεγέλασαν τα μάτια του. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μια αθωότητα αλλά και μια απόγνωση. Της μίλησε. Διωγμένος απ’ την δουλειά του με τρία παιδιά και άρρωστη γυναίκα με ανίατη ασθένεια. Τον πίστεψε. Του άνοιξε και τα ντουλάπια της κουζίνας. Ήταν εφοδιασμένη με πολλά τρόφιμα. Εκείνος τα είχε πραγματική ανάγκη. Αυτή, ένα άτομο και σε αυτή την ηλικία, τι να τα κάνει τόσα.

Στο τέλος θυμήθηκε να του δώσει και το βάζο με το γλυκό κυδώνι που είχε στο ψυγείο. Το έλεγε εξάλλου ότι θα κερνούσε και γλυκό στον όποιο επισκέπτη που θα της έκανε έφοδο με «ιερό» σκοπό μέσα στην νύχτα. Η συνταξούλα της αρκούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της. Ο επόμενος επισκέπτης μάλλον δεν θα ζητούσε τίποτε υλικό.

*Η Δέσποινα Κοσματοπούλου – Παντέρα είναι συνταξιούχος αισθητικός

Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.

[fbcomments]