Η Φωτεινή κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι έπιασε τρυφερά το χέρι της μάνας της, το δεξί… αυτό το ίδιο χέρι που τής είχε ρίξει εκείνο το πρώτο δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο πριν είκοσι χρόνια. Εκείνο το ίδιο χέρι που της είχε δείξει την έξοδο από το Νησί, με ένα νεύμα απαξίωσης. Έμοιαζε τόσο μάταιο όλο αυτό που είχαν ζήσει τότε. Είχαν συμβεί τόσα πολλά… Είχαν χάσει τόσα πολύτιμα χρόνια, από έναν τυφλό εγωισμό. Τώρα η Φωτεινή κοιτούσε την μάνα της κι έψαχνε στην μορφή που αντίκριζε να αναγνωρίσει εκείνη την αγέρωχη γοητευτική και πεισματάρα γυναίκα, που είχε καταφέρει αντί να ενώσει, να διχάσει και να διαρρήξει τις σχέσεις στην ίδια την οικογένεια της, τόσο ανεπανόρθωτα άδικα! Είχε σπείρει τόσο θυμό… και τώρα τι; Της είχε τηλεφωνήσει για να την δει να πεθαίνει; Για να της πει τι;
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Φωτεινής, όταν άκουσε την Μαρίκα να ψελλίζει ξέπνοα «κόρη μου… παιδί μου… τι έκαμες στα μαλλιά σου κόρη μου;». Αυθόρμητα σήκωσε το αριστερό της χέρι και το έφερε στο κεφάλι της, χαϊδεύοντας μηχανικά τον άδειο από μαλλιά αυχένα της. Η Μαρίκα άνοιξε κι άλλο τα μάτια της, θολά από την αρρώστια και τα στύλωσε στο πρόσωπο του παιδιού της λέγοντας της «… σ’ ευχαριστώ που ήρθες…». Μετά απευθύνθηκε στον γιό της «Νικόλα μου είδες; Ήρθε!… έλεγε πως δεν θα έρθεις, μα εγώ του επέμενα πως θα έρθεις…» είπε με όση ανάσα της απέμενε. Ένας έντονος βήχας την απέτρεψε από το να πει κάτι άλλο, μόνο έκανε ένα νεύμα στην κόρη της να έρθει πιο κοντά. Η Φωτεινή σηκώθηκε, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε όσο πιο κοντά της μπορούσε κι εκεί έμεινε σχεδόν μέχρι το ξημέρωμα. Για κάποιες στιγμές μόνο σηκώθηκε, όταν χρειάστηκε να μιλήσει στο τηλέφωνο με το παιδί της και όταν κατέβηκε στην κουζίνα για να φάει ένα πιάτο σούπα, που ο Νικόλας είχε μαγειρέψει. Εκείνος όλες αυτές τις ώρες μπαινόβγαινε στο δωμάτιο και αντάλλασσε με την αδελφή του κουβέντες τυπικές, σαν να είχαν βρεθεί ξανά μόλις εχθές. Σαν την συνύπαρξη τους να μην την είχε διακόψει ποτέ και τίποτα. Έτσι είναι καμιά φορά οι σχέσεις των ανθρώπων που στις φλέβες τους κυλά το ίδιο αίμα. Είναι ο παλμός αυτού του αίματος που τους προσδίδει πάντα το δικαίωμα στην οικειότητα. Το δικαίωμα να λέγονται οικογένεια.
Κατά τα ξημερώματα η Μαρίκα βγήκε ξανά από τον λήθαργο της κι άρχισε να μονολογεί. Μιλούσε κι απευθυνόταν σε πεθαμένους… στον άντρα της, στην αδελφή της, στους γονείς της… σαν να τους είχε καλεσμένους στο σαλόνι της και να τους κουβέντιαζε τα νέα της! Η Φωτεινή ταράχτηκε και φώναξε τον Νικόλα από το διπλανό δωμάτιο που είχε πάει να κοιμηθεί για λίγο. Και με τα δυο παιδιά της δίπλα, η Μαρίκα συνέχισε το κουβεντολόι για ώρα με ακατάληπτες φράσεις, δίχως κανένα νόημα, δίχως ειρμό. Η Φωτεινή τής κρατούσε το χέρι και παρακολουθούσε με τις αισθήσεις της σε εγρήγορση, όλη την διαδικασία του ανθρώπινου νου, όταν αφήνει τον κόσμο που έζησε για να περάσει το κατώφλι του κόσμου της άυλης ύπαρξης του.
Ξαφνικά η μάνα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και στράφηκε στην κόρη της. «Φωτεινή! Συγχώρεσε με παιδί μου… δώσε μου την συγχώρεση σου… ο πατέρας σου έφυγε, τώρα θα φύγω κι εγώ… η ψυχή μας είναι μαύρη κόρη μου… σώσε την ψυχή μου κόρη μου…». Μα η Φωτεινή έμεινε σιωπηλή. Στα μάτια της μπροστά ξεπήδησε η μορφή της δικής της κόρης. Η Ζωή με τις δυσκολίες της, με τα πολλά προβλήματα και τις λιγοστές χαρές της, δεν είχε προλάβει ακόμα να διδάξει στην μάνα της την συγχώρεση… Η ύπαρξη της Ζωής, το μόνο που είχε προλάβει να διδάξει ήταν την αντοχή, την υπομονή, την αφοσίωση… μα ακόμα δεν είχε βρει τον χρόνο για να διδάξει στην μάνα της την αποδοχή και την συγχώρεση. Στην έκκληση της Μαρίκας για συγχώρεση, η Φωτεινή απέστρεψε το βλέμμα από τα θολωμένα μάτια της μάνας της που σκοτείνιασαν κι άλλο. «Δεν μπορώ μάνα μου… δεν μπορώ… μ’ άφησες μόνη μου και δεν μπορώ…»…
Ο Νικόλας γονάτισε για χίλιους λόγους δίπλα στο πλευρό της μάνας του κι έχωσε το πρόσωπο του στην χούφτα του χεριού της. Τα δάκρυα του την έκαψαν κι ενώθηκαν με το κάψιμο που ένιωσε στην καρδιά της. Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, χαμογέλασε και έσβησε… με το κεφάλι ψηλά! Έτσι όπως είχε μάθει να ζει σε όλη της την ζωή. Την μοναδική φορά που τόλμησε να ταπεινωθεί, ήταν μπροστά στα μάτια της κόρης της, ζητώντας την συγνώμη της. Ικέτευσε για την συγνώμη που δεν είχε το θάρρος να προσφέρει στο ίδιο το παιδί της. Μα πώς να δώσεις συγνώμη σε κάποια που αρνήθηκε να ζήσει δίπλα σου σαν μάνα σου;
Ο χρόνος που περνάει και χαράζει τα πρόσωπα των ανθρώπων με τα σημάδια του, ευτυχώς κάποιες φορές γίνεται δάσκαλος και για τις ψυχές τους. Κι εκεί σημάδια αφήνει, μα για καλό. Για την επίγνωση.
*Η Κατερίνα Κουτουκάκη-Μιχελάκη είναι συγγραφέας
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση από τις εκδόσεις Λιβάνη καινούργιο της βιβλίο)
Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.