(Ένα αφήγημα κλεμμένο από το αστυνομικό ρεπορτάζ)
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ
Ο πατέρας του, άλλο πράμα ήθελε να τον κάνει. Αν όχι δικηγόρος η γιατρός, τουλάχιστον καθηγητής, έστω δάσκαλος. Να φοράει γραβάτα, να τον φωνάζουν «κύριε» και γενικώς να έχει ένα χαρτί που να λέει ότι ο γιός του ήταν επιστήμων.
Γιαυτό και καταξοδεύτηκε για να τον βοηθήσει, να μάθει γράμματα και να γίνει άνθρωπος και όχι σαν αυτόν που , με απολυτήριο δημοτικού , το μόνο που κατάφερε ήταν ένα προποτζίδικο. Και πάλι καλά να λες.
Μπήκαν, βγήκαν καθηγητές στο σπίτι , να τα ιδιαίτερα, μα στο τέλος το μόνο που κατάφερε ήταν περάσει σε ένα ΤΕΙ στου διαόλου την μάνα για να γίνει λογιστής.
Έστω και εκεί. Τον έστειλαν, κάτι θα μάθαινε, θα έβγαζε τα στραβά του, ένα χαρτί θα έφερνε. Μπήκαν σε καινούργια έξοδα για τρία ολόκληρα χρόνια και στο τέλος ο ίδιος ομολόγησε πως δεν τον ενδιέφεραν ισολογισμοί και τα φορολογικά και τα παράτησε.
Τον στρίμωξε και ο πατέρας του τότε στο προποτζίδικο και εκεί έμεινε μέχρι σήμερα και έμαθε καλά πως βγαίνει το μεροκάματο.
Τώρα, το ότι σκόρπιζε αρκετά από το μεροκάματο στον ποδόγυρο, το ήξεραν στην πιάτσα. Αλλά ευτυχώς γι’ αυτόν βρέθηκε στον δρόμο του η Νίτσα, καλό και σοβαρό κορίτσι με δικό της μαγαζάκι με καλλυντικά , που τον παντρεύτηκε τον συμμάζεψε και τον έκανε άνθρωπο, που λένε.
Έκαναν και μία κόρη ,την Βιβή που πήρε από τα μυαλά της μάνας του το κορίτσι. Νομικά σπούδαζε και όπου νάναι θα τελείωνε και θα γύριζε πίσω κοτζάμ δικηγορίνα.
Έλα όμως που το χούι , χούι μένει, ακόμα και αν κοιμάται βαθιά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου . Και άμα θέλει ο διάβολος το ξυπνάει ώσπου να πεις κύμινο.
Και στην περίπτωσή του, ο διάβολος είχε την μορφή της Βάσιας. Είχε περάσει από το προποτζίδικο και ζήτησε δουλειά.
«Τι δουλειά ψάχνεις;»
«Ότι νάνε».
Την κοίταξε με την άκρη των ματιών του και κατάλαβε πως ήταν «πρώτο πράμα». Παλιά του τέχνη ,κόσκινο θα πεις. Είχε πληρώσει πολλά για να μάθει να εκτιμά τέτοιο υλικό.
«Από πού είσαι;»
Του είπε ένα όνομα μιας χώρας που πρώτη φορά το άκουγε.
«Κατά που πέφτει αυτό το μέρος;»
«Κοντά στον Καύκασο», του απάντησε με την προφορά των ανθρώπων που η κρίση τους ξερίζωσε από κάπου πολύ μακριά και η τύχη τους έφερε μέχρι εδώ.
«Δεν ξέρω … δεν υπάρχει κάτι για σένα, αλλά άμα βρεθεί … πέρασε σε καμία εβδομάδα, και μπορεί κάτι να γίνει».
Πέρασε την επόμενη εβδομάδα, αλλά εν τω μεταξύ ο διάβολος την είχε βάλει την ουρά του και βρέθηκε δουλειά για την Βάσια . Θα την κρατούσε στο προποτζίδικο. Θα την έβαζε πίσω από τον πάγκο να μοιράζει δελτία, να φέρνει βόλτες μέσα στο μαγαζί για να φαίνονται τα κάλλη της και να γλείφονται τα λιγούρια που μπαινόβγαιναν και τζογάριζαν.
Ετσι έγινε και η δουλειά ανέβηκε. Αλλά κατέβηκαν τα μούτρα της Νίτσας που ποτέ δεν είχε ξεχάσει το παρελθόν του άντρα της.
«Τώρα, αυτήν, τι την ήθελες;»
«Δεν βλέπεις, ούτε μήνας δεν πέρασε και η δουλειά πήρε το επάνω της .Έχει καλή μόστρα…»
Πέρασε λίγος καιρός και η Βάσια είχε γίνει με τα τσαλίμια της ό,τι καλύτερο είχε όχι μόνο το μαγαζί, αλλά και η γύρω γειτονιά. Και που τον άφηνε και της χούφτωνε πότε, πότε τον πισινό, το θεώρησε φυσιολογικό.
Και επειδή αυτός είχε πείρα, ήταν σίγουρος πως πλησίαζε ο καιρός που θα την έβαζε και στο κρεβάτι.
Τζογαδόρος δεν ήταν , αυτό το άφηνε για τους πελάτες του. Αλλά κάποια δελτία έπαιζε κι’ αυτός, έτσι για γούρι στο μαγαζί . Και επειδή ο διάβολος ήθελε να ολοκληρώσει την πλάκα, ξαναέβαλε την ουρά του και αυτή την φορά κέρδισε.
Πρώτη φορά στην ζωή του και μάλιστα ένα καλό ποσό. Το διέδωσε κιόλας , έτσι για να γίνει και η σχετική διαφήμιση στο προποτζίδικο. Και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις , οι περισσότεροι ζήλεψαν και κάτι λίγοι χάρηκαν .
Μαζί με τους δεύτερους έδειχνε να χαίρεται και η Βάσια που πάνω στον ενθουσιασμό της του έδωσε δύο σκαστά φιλιά.
Η γυναίκα του, που είχε μυαλό , μόλις το έμαθε τον στρίμωξε.
«Θα πάρουμε μία επαγγελματική στέγη για το κορίτσι . Όπου νάναι έρχεται με το πτυχίο στο χέρι. Να έχει το δικό της γραφείο».
Συμφώνησε και δεν άργησε η Νίτσα ψάχνοντας να βρει κάτι και σε καλή τιμή . Πήγαν το είδαν το διαμέρισμα, ολοκαίνουργο ήταν και σε κεντρική θέση, τους άρεσε και το έκλεισαν. Την επόμενη θα έκαναν τα συμβόλαια, στο όνομα της κόρης, βέβαια.
Μάλιστα πήγε στην τράπεζα και ξεσήκωσε ό,τι είχε κερδίσει, μαζί και κάποιες οικονομίες για να συμπληρώσει το ποσό και κλείδωσε τα χρήματα στο χρηματοκιβώτιο που είχε στο μαγαζί. Την άλλη μέρα θα έσκαγε το ποσό στον εργολάβο που ήθελε τα περισσότερα «μαύρα» -έτσι ήταν η συμφωνία- για να μην μπλέκουν με επιταγές και εφορίες, θα έπεφταν οι υπογραφές στο συμβολαιογραφείο και… καλορίζικο της Βιβής!
Ξημέρωσε ο Θεός την μέρα , πήγε άνοιξε και ξαφνιάστηκε που η Βάσια δεν είχε έλθει ακόμα , παρ’ όλο που την είχε προειδοποιήσει να είναι νωρίς εκεί, γιατί αυτός είχε δουλειά και θα έλειπε για λίγο. Μη μείνει το μαγαζί κλειστό.
Θα την περίμενε λοιπόν, και περιμένοντας είπε να τακτοποιήσει τα χρήματα σε μία τσάντα για να είναι έτοιμος για το συμβολαιογραφείο. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πουθενά τα λεφτά. Κόντεψε να τρελαθεί… πώς..ποιός…. διάρρηξη δεν φαινόταν… τότε; Και η Βάσια άφαντη.…
Πήρε στροφή το μυαλό του. Πήγε στην αστυνομία και το κατάγγειλε. Του έδειξαν φωτογραφίες και δεν άργησε να αναγνωρίσει την Βάσια που ήταν κάπου από τον Καύκασο.
Τον ενημέρωσαν. Ηταν γνωστή, το είχε ξανακάνει κι άλλες φορές το κόλπο και μπήκε και φυλακή γι’ αυτό.
Καλό κορμί ήταν. Την «έπεφτε» με το πρόσχημα της δουλειάς. Όσοι λιγούρηδες τσιμπούσαν και την έπαιρναν στα μαγαζιά και στα σπίτια τους, έβρισκε ευκαιρία και τους έκλεβε τα κλειδιά. Έβγαζε αντικλείδια και με την πρώτη ευκαιρία τους ξεγύμνωνε και εξαφανίζονταν.
Και για ποιόν Καύκασο και τρίχες, έλεγε. Βουλγάρα ήταν και το πιθανότερο αυτή την στιγμή μπορεί να είχε περάσει κιόλας τα σύνορα .
Θα έψαχναν , μπορεί και να την έβρισκαν αλλά λεφτά να μην περίμενε να πάρει πίσω.
Έφυγε από την αστυνομία ζαλισμένος και καθώς άναβε τσιγάρο, σκέφτονταν τι θα έλεγε στην Νίτσα.
Αυτός που ήξερε και είχε πείρα στις γυναίκες!
Christos.gim@gmail.com
Καλό χειμώνα να έχουμε!
Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.