Η θετική εξέλιξη για τα εθνικά συμφέροντα μας της προμήθειας 3 γαλλικών
φρεγατών (Belharra) και 3 κοβερτών (Gowind) και η υπογραφή διμερούς
αμυντικής συνδρομής, αποσόβησε τελικά τη διάπραξη ενός εθνικού φιάσκου από
τη σημερινή κυβέρνηση. Είναι γνωστό ότι αυτή, παρά τις αντιδράσεις των
επιτελών του πολεμικού ναυτικού και τις δημόσιες τοποθετήσεις πολλών για το
θέμα, λόγω των εξαρτήσεων της, είχε προσανατολιστεί στην αγορά των
προβληματικών αμερικανικών MMCC, παντελώς ακατάλληλων για τις ανάγκες
της χώρας.
Όπως έχει αναλυθεί από ειδικούς οι αμερικάνικες αυτές φρεγάτες έχουν
σχεδιαστεί για παράκτια άμυνα, μη διαθέτοντας τη δυνατότητα αντιαεροπορικής
άμυνας περιοχής, κάτι που είναι απαραίτητο για τη δυνατότητα του πολεμικού
ναυτικού στη αξιόπιστη λειτουργία του στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ικανή
αποτρεπτική ομπρέλα για τον κυπριακό Ελληνισμό. Δεδομένης της τουρκικής
στρατηγικής για τη «γαλάζια πατρίδα», μέσω της οποίας επιβουλεύεται τεράστιες
θαλάσσιες εκτάσεις της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ και της συνεχιζόμενης
γεωπολιτικής ρευστότητας, στον πλανήτη και στην περιοχή μας, η επιλογή των
Belharra και η σύναψη αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία, ήταν για την Ελλάδα
από το 2020, όχι απλά μία από τις επιλογές που είχε, αλλά μονόδρομος.
Γιατί οι φρεγάτες αυτές μπορούν να παράσχουν τη δυνατότητα στο
πολεμικό ναυτικό να κυριαρχήσει στην ανοιχτή θάλασσα της Μεσογείου, έχοντας
αποτελεσματική δυνατότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής μεγάλου βεληνεκούς.
Παράλληλα να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το αντίπαλο ναυτικό
και τα υποβρύχιά του από μεγάλη απόσταση καθώς και να παράσχει κάλυψη σε
τυχόν απαιτούμενες επιχειρήσεις των υπόλοιπων πλοίων του ναυτικού, των
υποβρυχίων ή των χερσαίων δυνάμεων.
Συνεπώς, με τίποτα λιγότερο δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί το
πολεμικό ναυτικό στις σημερινές κρίσιμες ρευστές εξελίξεις στην ευρύτερη
περιοχή. Και αυτό γιατί ομιλούμε για την προστασία του παρόντος και του
μέλλοντος του Ελληνισμού μέσω της αξιοποίησης των υψηλών πόρων που
χρειάζονται από μία καταδυναστευμένη από τη χρεωκοπία και τα μνημόνια
ελληνική κοινωνία. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτά τα κριτήρια για λόγους
πολιτικών και κομματικών εξαρτήσεων από το προδήλως αναξιόπιστο και
νοσηρό κομματικό σύστημα εξουσίας θα αποτελούσε εθνικό φιάσκο. Αυτό τελικά
απεφεύχθη εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων για την επιλογή της αμερικανικής
φρεγάτας, αποτελώντας τον κρισιμο παράγοντα για τη σημαντική καθυστέρηση
υλοποίησης της παραγγελίας, επιτρέποντας έτσι στη χώρα μας να εκμεταλλευτεί
τις συνθήκες, που δημιουργήθηκαν από την ιστορική συγκυρία της σύναψης της
τριμερούς σύμβασης AUCUS, όπως πιο κάτω αναλύεται.
Τις παραπάνω προϋποθέσεις χωρίς αμφιβολία παρέχουν μόνο οι γαλλικές
φρεγάτες belharra, που βάσει των προδιαγραφών, που προτείνονται να έχουν
όπως το radar πολλαπλών ρόλων (4 FF AESA) τα αντιεροπορικά βλήματα
ASTER 30 και τους πυραύλους επιφανείας-εδάφους SCALP Navale μεγάλου
βεληνεκούς. Οι τελευταίοι μάλιστα θεωρούνται υψηλής στρατηγικής όπλα και για
αυτό η Γαλλία δεν τα έχει παραχωρήσει σε άλλη χώρα.
Και όμως, αυτό το ιστορικό παράθυρο για τη χώρα μας πραγματοποιήθηκε
όχι γιατί το αποφάσισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αυτοβούλως, αλλά λόγω της
τρικυμίας, που προκάλεσε το τριμερές σύμφωνο AUKUS (Αυστραλία – Ηνωμένο
Βασίλειο – ΗΠΑ), μέσω του οποίου η Γαλλία τέθηκε στο περιθώρια της στενής
αυτής αγγλοσαξωνικής συμμαχίας. Η έντονη αντίδραση Μακρόν με την ανάκληση
των πρεσβευτών του από ΗΠΑ και Αυστραλία, ανάγκασε τις ΗΠΑ και τον
Μπάιντεν, προκειμένου να μην τινάξουν στον αέρα τη δυτική αμυντική
αρχιτεκτονική έναντι του «κίτρινου δράκου», πέραν του οικονομικού «δώρου», να
προσφέρουν στη Γαλλία ένα μεγαλύτερο αυτόνομο ρόλο στο νέο διαμορφούμενο
δυτικό σύστημα ασφαλείας.
Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ σημαντική και για την Ελλάδα. Αφενός, γιατί
υπάρχει απόλυτη σύμπτωση των συμφερόντων της χώρας με αυτά της Γαλλίας
στην ανατολική Μεσόγειο και βόρεια Αφρική, που απειλούνται από το νεο-
οθωμανικό μεγαλοιδεατισμό Ερντογάν. Αφετέρου, λόγω της ανάγκης της Γαλλίας
να διεκδικήσει έναν διακριτό αυτόνομο περιφερειακό ρόλο στη δυτική
αρχιτεκτονική ασφαλείας μέσω και του προπλάσματος δημιουργίας ευρωπαϊκού
στρατού.
Τα παραπάνω αποτελούν ικανά στοιχεία για πρώτη φορά στην ιστορική
διαδρομή, η αμυντική συνεργασία Ελλάδος και Γαλλίας να είναι σε ισότιμη βάση
και όχι πατερναλιστικού τύπου, όπως οι μέχρι τώρα «συμμαχίες» της χώρας μας,
δίνοντας της τη δυνατότητα να αποτινάξει το βαρύ και θλιβερό φορτίο του
«πελάτη» και του υποτακτικού στις διεθνείς σχέσεις.