Στην ερώτηση για το ποια είναι κάποια δεδομένα στη χώρα μας σε σχέση με τη λειτουργία Πειραματικών και Πρότυπων σχολείων θεωρούμε πως μαζί με τα Πρότυπα, τα Πειραματικά Δημόσια σχολεία, αν θέλουμε να μιλήσουμε γενικότερα για Δημόσια σχολεία πολιτικής – κυβερνητικής και γονεικής επιλογής, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τα Μουσικά, και τα Καλλιτεχνικά και τα Εκκλησιαστικά ακριβώς επειδή σ΄αυτά τα σχολεία εμπλέκονται ζητήματα όπως οι εξετάσεις μαθητών, οι δοκιμασίες – (τεστ) – δεξιοτήτων, η κλήρωση, η συνέντευξη, η συστατική επιστολή, ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης των εκπαιδευτικών, η μη ύπαρξη οργανικών θέσεων στο σχολείο κ.λ.π. Επίσης η επιλογή εκπαιδευτικών γίνεται από διοικητικά όργανα διαφορετικά σε σχέση με την υπόλοιπη εκπαίδευση. Για τα πρότυπα – πειραματικά: (Δ.Ε.Π.Π.Σ.: Διοικούσα Επιτροπή Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων).
Ιδρύονται δε, έπειτα και από δημόσια πρόσκληση που εκδίδει ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τα σχολεία της Επικράτειας, με την οποία καλούνται να υποβάλουν αίτηση για τον χαρακτηρισμό τους ως Πρότυπα ή Πειραματικά Σχολεία, εντός ορισμένης προθεσμίας ή έπειτα από αίτηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στην οποία υπάγεται το σχολείο. Η Δ.Ε.Π.Π.Σ. αξιολογεί τα σχολεία και εισηγείται στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων για τον χαρακτηρισμό ενός σχολείου ως Πρότυπο ή Πειραματικό Σχολείο (άρ.13, παρ. 1, Ν.4692/2020)[1].
Τα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία στελεχώνονται από εκπαιδευτικούς αυξημένων ακαδημαϊκών προσόντων κατόπιν αξιολόγησης, όλων των κλάδων και ειδικοτήτων της δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίοι τοποθετούνται με θητεία στα σχολεία αυτά. Η Δ.Ε.Π.Π.Σ. προκηρύσσει διαδικασία κατάταξης των υποψήφιων εκπαιδευτικών ανά Π.Δ.Ε., με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα. (Ν. 4692/2020).
Σ΄ αυτά τα σχολεία είναι ισχυρός, διαρκής και πιεστικός ο γονεικός ρόλος όσο και η γονεική εμπλοκή τόσο στην επιλογή όσο και στη σχολική ζωή του παιδιού (Νικολοπούλου Α., 2020)[2]. Χαρακτηριστικό πολλών επιστημονικών ερευνών είναι πως οι γονείς των μαθητών αυτών των σχολείων, «πιέζουν» διαρκώς για εξετάσεις. Το ίδιο δε το σχολείο ως κοινότητα διοίκησης – εκπαιδευτικών – γονέων, υιοθετεί ως ένα βαθμό τέτοιους πιεστικούς ρόλους, με ότι αυτό συνεπάγεται για μικρές ηλικίες μαθητών. Το θεωρητικό υπόβαθρο της «αξιοκρατίας» στη νεοφιλελεύθερη εκπαίδευση και η προσπάθεια κοινωνικής αναπαραγωγής είναι φανερές στον τρόπο λειτουργείας και ύπαρξης των Πειραματικών – Πρότυπων Δημόσιων σχολείων. Οι πιο «ικανοί» δικαιούνται «καλύτερης εκπαίδευσης» τελεία και παύλα. Και τα υπόλοιπα παιδιά; Οι ίδιοι γονείς μιλούν για πολύ αυξημένο επίπεδο ανταγωνισμού και μεγάλου φόρτου εργασίας των μαθητών στα πειραματικά – πρότυπα σχολεία από τις πρώτες τάξεις των μικρών μαθητών.
Η στοχοθεσία αυτών των σχολείων διαφάνηκε κατά το 2011 ως: υψηλή παιδεία, εκπαιδευτική έρευνα στην πράξη, καινοτομία, δημιουργικότητα, αριστεία, με ομίλους και πειραματισμούς, πρακτική εξάσκηση φοιτητών (ΦΕΚ 3699/2011)[3]. Όμως εδώ προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: αυτή η στοχοθεσία δεν μπορεί να συμπεριληφθεί ως προαπαιτούμενο, για μία διαρκή και συνεχιζόμενη βελτίωση και εξέλιξη για όλα τα δημόσια σχολεία του τόπου;
Για το 2020 διαφαίνονται βασικές αλλαγές στις στοχοθεσίες αφού: «Τα Πρότυπα Σχολεία είναι σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίες στοχεύουν στην καλλιέργεια και τη διάχυση της ιδέας και των πρακτικών της αριστείας στο εκπαιδευτικό σύστημα, (άρ.11, παρ.1 , Ν.4692/2020), Τα Πειραματικά Σχολεία είναι σχολικές μονάδες, οι οποίες στοχεύουν στην υποστήριξη του πειραματισμού και της πιλοτικής εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε τυχαίο δείγμα του μαθητικού πληθυσμού. Πειραματικά Σχολεία μπορεί να είναι σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, (άρ. 12, παρ. 1, Ν. 4692/2020).
Σε κάθε όμως περίπτωση, οι πειραματικές μέθοδοι προϋποθέτουν:
Η φιλελεύθερη πολιτική των χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό Πρότυπων και Πειραματικών Δημόσιων Σχολείων – (5-6 σε κάθε Νομό σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες) – προσπαθεί μαζί με τις αντίστοιχες κοινωνικές τάξεις να εξαργυρώσει το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό τους κεφάλαιο, προσβλέποντας όχι τόσο σε μια αόριστη «αριστεία», αλλά σε μια τελείως ορατή και ατομική διαφοροποίηση, καθώς και σε μια απολύτως συγκεκριμένη κοινωνική κινητικότητα.
Στο δε ερώτημα τι και ποιους θα υπηρετήσουν τελικά τα Πειραματικά και Πρότυπα σχολεία;
Όσο το αίτημα για ισότητα στην εκπαίδευση εντείνεται, τα μεν ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχοντας την επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης στρέφονται προς τα εκεί, ενώ τα μεσαία κοινωνικά στρώματα έχοντας βοηθό και συμπαραστάτη το δόγμα της φιλελεύθερης αντίληψης της παιδείας και του Δημόσιου σχολείου, σπρώχνονται να στραφούν στη διεκδίκηση της δημόσιας κρατικής διαφοροποίησης των σχολείων. Είναι αυτή η πολιτική που προσπαθεί διαρκώς να μετασχηματίσει και να αλλάξει την παροχή μόρφωσης και παιδείας για όλα τα παιδιά, σε οικονομικό μοντέλο ως μέσο κοινωνικής αναπαραγωγής και πιθανής κοινωνικής ανέλιξης.
Η φιλελευθεροποίηση της εκπαίδευσης, η διαφοροποίηση των δημόσιων σχολείων σε ολόκληρο τον κόσμο με την κυριαρχία των νόμων της «αγοράς», ως κομμάτι αναπόσπαστο της παγκοσμιοποίησης, έφερε μια διαρκή υποβάθμιση της παροχής παιδείας και εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά και δεν έχει απαντήσει στο βασικό ερώτημα: χρειάζονται διαφορετικά Δημόσια Σχολεία για διαφορετικούς μαθητές;.
Για το αν θα πρέπει να υπάρχουν σχολεία των άριστων στο ελληνικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αν δηλαδή ένας από τους σκοπούς του δημόσιου σχολείου πρέπει να είναι, μία ξεχωριστή μεταχείριση των «ικανών» μαθητών από τους λιγότερο ικανούς δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης της παιδαγωγικής επιστήμης. Αν δηλαδή υπάρχει σύμφωνα με τα δεδομένα και κριτήρια της αριστείας και της φιλελεύθερης αντίληψης της εκπαίδευσης, ένα «υπερχαρισματικό» παιδί προσφύγων ή και άλλων ευάλωτων και οικονομικά αδύνατων κοινωνικά ομάδων, θα έχει την ίδια αντιμετώπιση; Πρόκειται σαφώς για μια πολιτική επιλογή με εμφανή ταξική κατεύθυνση. Η θεωρία της επιστήμης της επιστημονικής εκπαίδευσης στον σύγχρονο κόσμο μελετάει σε βάθος αλλά καθορίζει επιστημονικά κριτήρια και όχι πολιτικοοικονομικά. Φυσικά διαφαίνεται μία προσπάθεια νομιμοποίησης στάσεων και πρακτικών που κατηγοριοποιούν τους μαθητές (Μαριόλης Δ., Νικολοπούλου Π., 2021)[5].
Σύμφωνα με τους Laine & Tirri, (2016)[6], οι πρακτικές που ακολουθούνται πλέον παγκόσμια στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα, είναι κυρίως η ανάθεση διαβαθμισμένης δυσκολίας εργασιών, η ευέλικτη ομαδοποίηση, η ανάθεση δραστηριοτήτων στο πεδίο ενδιαφερόντων των χαρισματικών μαθητών στην τάξη τους, η ανάθεση ρόλου βοηθού δασκάλου. Όπως αναφέρει ο Levent S. (2015)[7], η χρήση συμπληρωματικών πηγών για την ενίσχυση του μαθήματος, μέσα στο ίδιο Δημόσιο σχολείο εδράζονται και αποτελούν εργαλεία χωρίς διαφοροποίηση. Σύμφωνα με την Παπαδοπούλου Α., (2020)[8], «Οι εκπαιδευτικοί, θεωρούν και κρίνουν αναγκαία την υιοθέτηση μέτρων υποστήριξής τους με τρόπο στοχευμένο και συστηματικό.
Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί τονίζουν ότι εκτός από την προσωπική πρωτοβουλία της ενημέρωσής τους σε ζητήματα χαρισματικότητας, η διδακτική ετοιμότητα που οφείλουν να επιδεικνύουν σε κάθε χωριστή περίπτωση μαθητή μέσα στο Δημόσιο σχολείο για όλους, επιβάλλει τη συστηματική συμμετοχή και παρακολούθηση εξειδικευμένων προγραμμάτων επιμόρφωσης και καλλιέργειας δεξιοτήτων. Να συμπληρώσουμε πως ακριβώς όσα η έρευνα καταδεικνύει, διαχρονικά, ο κλάδος των εκπαιδευτικών τα θέτει ως αιτήματα προς την πολιτεία στα πλαίσια της διαρκούς αναβάθμισης του Δημόσιου σχολείου και σε συνδυασμό με μια διοίκηση ολικής ποιότητα χρόνια τώρα.
Όπως αναφέρει η Μονεμβασιώτη Κ., Μ., (2018)[9], η πλειονότητα των μαθητών των τελευταίων τάξεων Δημοτικών Σχολείων του Ν. Ιωαννίνων θεωρούν ότι για την ανάδειξη των άριστων μαθητών, παράγοντες που θα συνέβαλαν είναι κατά φθίνουσα σειρά:
ενώ απουσιάζει παντελώς δυνητική απάντηση όπως: η φοίτηση σε άλλο διαφορετικό Δημόσιο σχολείο με πολύ αυξημένες απαιτήσεις.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΘ. ΖΑΜΠΡΑΣ
Εκπ/κός, Διευθυντής 2ου Δημοτικού Σχολείου Φαρκαδόνας
e–mail: dzampras@sch.gr
[1] Ν. 4692/2020:
https://www.esos.gr/sites/default/files/articles-legacy/nomos_yp_arithm._46922020.pdf
[2] Νικολοπούλου Αικατερίνη, «Τα Δημόσια σχολεία γονεϊκής επιλογής στην Ελλάδα: ταυτότητα, κοινωνική σύνθεση, δημόσιος και ιδιωτικός λόγος», διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας. Τομέας Παιδαγωγικής, Αθήνα, 2020.
[3] ΦΕΚ 3699/2011:
https://www.kodiko.gr/nomothesia/document/125088/nomos-3966-2011
[5] Μαριόλης Δημήτριος, Νικολοπούλου Παυλίνα, «Πειραματικά Σχολεία, Πρότυπα σχολεία και αξιολόγηση», 15η Μαρτίου 2021, από e-lesxi, https://www.elesxi.gr/%cf%80%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac%cf%83%cf%87%ce%bf%ce%bb%ce%b5%ce%af%ce%b1%cf%80%cf%81%cf%8c%cf%84%cf%85%cf%80%ce%b1%cf%83%cf%87%ce%bf%ce%bb%ce%b5%ce%af%ce%b1/?fbclid=IwAR3as1XfoEi2BgcXQzhYGAZUfxgcEA2aHC5dCDgZvuTau0edTHt8Xuh6PxE#post-4119-endnote-10, προσπελάσιμο στις 26/3/2021.
[6] Laine,S., Tirri, K., «How Finnish elementary school teachers meet the needs of their gifted students», Hight ability Studies, 2016, 27(2), 149-164.
[7] Levent Sahin, «Split-ring-resonator-coupled enhanced transmission through a single subwavelength aperture», 2015.
[8] Παπαδοπούλου Αρτεμισία, «Απόψεις και πρακτικές εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης πειραματικών σχολείων σχετικά με την εκπαίδευση χαρισματικών παιδιών», μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, ΕΑΠ, 2020.
[9] Μονεμβασιώτη Κωνσταντίνα – Μαρία, «Η αριστεία ως κίνητρο στην εκπαίδευση: Απόψεις μαθητών Δημοτικών σχολείων Νομού Ιωαννίνων», μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Ιωάννινα, 2018.