Καθώς σήμερα συμπληρώνεται ένας μήνας από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει αντίστροφα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο ρωσικός στρατός δεν έχει να επιδείξει καμία αισθητή πρόοδο κατά τα τελευταία εικοσιτετράωρα, αντιθέτως μάλιστα οι αμυνόμενοι αρχίζουν να περνούν στην αντεπίθεση σε ορισμένα από τα μέτωπα των επιχειρήσεων. Σε αυτό το φόντο, ενισχύονται οι ανησυχίες του Κιέβου και της Δύσης ότι οι εισβολείς θα μπορούσαν να προσφύγουν σε πολύ μεγαλύτερης κλίμακας βομβαρδισμούς πυκνοκατοικημένων περιοχών ή ακόμη και να κάνουν χρήση απαγορευμένων χημικών ή βιολογικών όπλων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέφρασε με πολύ ευθύ τρόπο τις σχετικές ανησυχίες του μιλώντας σε εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου στην Ουάσιγκτον. «Ο Πούτιν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Δεν περίμενε την έκταση και την ισχύ της ενότητάς μας. Κι όσο βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, τόσο πιο επιθετική μπορεί να γίνεται η τακτική του», δήλωσε ο Αμερικανός ηγέτης, για να προσθέσει: «Βεβαιώνει (ο Πούτιν) ότι η Αμερική έχει βιολογικά και χημικά όπλα στην Ευρώπη, κάτι που είναι απλούστατα ψευδές, και ότι η Ουκρανία έχει τα δικά της βιολογικά και χημικά όπλα. Πρόκειται για σαφή ένδειξη ότι εξετάζει να χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους όπλα». Στις ίδιες δηλώσεις του, ο Τζο Μπάιντεν κάλεσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να εντείνουν τα προληπτικά μέτρα ενόψει του ενδεχομένου κυβερνοεπιθέσεων μεγάλης κλίμακας από τη Ρωσία.
Σχολιάζοντας τις δηλώσεις Μπάιντεν, ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου εστίασε στο θέμα των κυβερνοεπιθέσεων. «Η Ρωσική Ομοσπονδία, σε αντίθεση με πολλές δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν εμπλέκεται σε μορφές κρατικής πειρατείας», δήλωσε ο Ρώσος αξιωματούχος. Οσο για τα όπλα μαζικής καταστροφής, η Μόσχα επιμένει ότι ο ρωσικός στρατός που δρα στην ανατολική Ουκρανία ανακάλυψε πειστήρια για μυστικό πρόγραμμα βιολογικών όπλων, με υποστήριξη των ΗΠΑ. Αλλά και η Κίνα έχει ζητήσει εξηγήσεις από την Ουάσιγκτον για το συγκεκριμένο θέμα, ενισχύοντας τις ρωσικές αιτιάσεις.
Στο μεταξύ, ο ρωσικός στρατός συνέχιζε να σφυροκοπά τη Μαριούπολη, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών της, μία ημέρα ύστερα από την απόρριψη του ρωσικού τελεσιγράφου για παράδοση. Με μήνυμά του, μέσω τηλεδιάσκεψης, στην ιταλική Βουλή, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι ο ρωσικός στρατός «κάνει στάχτη» το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αζοφικής Θάλασσας και πρόσθεσε: «Η Ουκρανία είναι η πύλη για τον ρωσικό στρατό, που θέλει να μπει στην Ευρώπη. Αλλά η βαρβαρότητα δεν πρέπει να περάσει». Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Ζοσέπ Μπορέλ χαρακτήρισε τη ρωσική πολιορκία της Μαριούπολης «τεράστιο έγκλημα πολέμου».
Στρατιωτικοί αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον, τους οποίους επικαλούνται οι New York Times, έκαναν λόγο για αυξημένη δραστηριότητα του ρωσικού πολεμικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα κατά το προηγούμενο σαρανταοκτάωρο, με γύρω στα 12 πλοία να βρίσκονται στα ανοιχτά της Οδησσού. Οι ίδιοι αξιωματούχοι διερωτώντο αν στόχος των Ρώσων είναι να επιχειρήσουν απόβαση στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας ή απλώς να δεσμεύσουν δυνάμεις του ουκρανικού στρατού στην περιοχή ώστε να μην επιχειρηθεί αντεπίθεση για την άρση της πολιορκίας της Μαριούπολης. Ηδη ουκρανικές δυνάμεις έχουν περάσει στην αντεπίθεση σε άλλα σημεία του μετώπου, όπως στο Μικολάιβ και σε περίχωρα του Κιέβου, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Τζον Κίρμπι.
Στο διπλωματικό επίπεδο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι επανέλαβε την έκκλησή του για απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ώστε να δοθεί τέλος στον πόλεμο με μια συμβιβαστική λύση. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι η όποια συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από τον ίδιο τον ουκρανικό λαό με δημοψήφισμα. Από την πλευρά του, ο Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις που έχουν διεξαχθεί έως τώρα μεταξύ αντιπροσωπειών των εμπολέμων δεν ήταν όσο ουσιαστικές θα επιθυμούσε η Μόσχα και ότι η όποια πρόοδος ήταν αργή. Τέλος, η πολωνική κυβέρνηση πρότεινε χθες στην Ουάσιγκτον να κινηθεί διαδικασία εκδίωξης της Ρωσίας από την ομάδα των 20 ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G20) λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
kathimerini.gr