Η έκθεση σε σωματίδια έχουν ήδη συνδεθεί με εγκεφαλικά επεισόδια, καρκίνο του εγκεφάλου, αποβολές και προβλήματα ψυχικής υγείας.
Μια παγκόσμια ανασκόπηση, που δημοσιεύθηκε το 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σχεδόν κάθε κύτταρο του σώματος μπορεί να επηρεαστεί από τον μολυσμένο αέρα.
Τώρα, ερευνητές του πανεπιστημίου της Βερόνα ανακάλυψαν ότι η μακροχρόνια έκθεση σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης σχετίζεται με σχεδόν κατά 40% αυξημένο κίνδυνο ρευματοειδούς αρθρίτιδας, 20% αυξημένο κίνδυνο φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, όπως η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, και κατά 15% υψηλότερο κίνδυνο για ασθένειες του συνδετικού ιστού, όπως είναι ο λύκος.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό RMD Open, έλαβε επιστημονικές πληροφορίες από 81.363 άνδρες και γυναίκες από την ιταλική βάση δεδομένων, που ελέγχουν τον κίνδυνο καταγμάτων μεταξύ Ιουνίου 2016 και Νοεμβρίου 2020.
Περίπου το 12% αυτών διαγνώστηκε με αυτοάνοσο νόσημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Η μελέτη ανέλυσε τη μέση μακροχρόνια έκθεση σε λεπτά σωματίδια (γνωστά ως PM10 και PM2,5), τα οποία παράγονται από πηγές όπως τα αυτοκίνητα και οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας. Τα επίπεδα συγκέντρωσης 30 µg/m3 για τα PM10 και 20 µg/m3 για τα PM2,5 είναι τα όρια που γενικά θεωρούνται επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνολική, μακροχρόνια έκθεση σε σωματίδια πάνω από αυτά τα επίπεδα συσχετίστηκε, αντίστοιχα, με 12% και 13% υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσου νοσήματος.
Η Felicity Gavins, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Φλεγμονής και Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου, δήλωσε πως «Αυτή η μελέτη υποστηρίζει περαιτέρω τα αυξανόμενα στοιχεία που υποδηλώνουν σύνδεση μεταξύ της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση και των ασθενειών που προκαλούνται από το ανοσοποιητικό».
Προειδοποίησε ωστόσο, να μην συμπεράνει κανείς ότι ο μολυσμένος αέρας προκαλεί αυτές τις συνθήκες.
«Το αν η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί συγκεκριμένα αυτοάνοσα νοσήματα παραμένει αμφιλεγόμενο, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει σχέση».
Πρόσθεσε επίσης, ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί γιατί ορισμένες περιοχές της Ιταλίας είχαν αυξημένη ανάπτυξη των αυτοάνοσων ασθενειών και για να εξεταστεί επίσης, ο αντίκτυπος του παθητικού καπνίσματος στα εν λόγω ευρήματα.
Οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι τα ευρήματά τους δεν αποδεικνύουν αιτιολογική σύνδεση και ότι ενδέχεται να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο, μεταξύ αυτών η έλλειψη πληροφοριών για το πότε άρχισαν τα συμπτώματα του αυτοάνοσου ή ότι η παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα μπορεί να μην αντικατοπτρίζει την προσωπική έκθεση σε ρύπους.
Επιπλέον, τα ευρήματα μπορεί να μην να είναι ευρύτερα εφαρμόσιμα επειδή οι συμμετέχοντες στη μελέτη περιλάμβαναν σε μεγάλο βαθμό γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας με κίνδυνο καταγμάτων.
Ωστόσο, η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει ήδη συνδεθεί με ανωμαλίες του ανοσοποιητικού συστήματος και το κάπνισμα, που παρουσιάζει κοινές τοξίνες με τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων.
Όπως τόνισε ο δρ. Giovanni Adami, ένας από τους συγγραφείς της έκθεσης και ρευματολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βερόνα «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει πρόσφατα αναγνωρίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση ως έναν από τους μεγαλύτερους περιβαλλοντικούς κινδύνους για την υγεία».
«Η μελέτη μας παρέχει νέα στοιχεία από την πραγματική ζωή σχετικά με τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των αυτοάνοσων ασθενειών και της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αποδειχθεί μία αιτιώδης σχέση. Πράγματι, είναι απίθανο να διεξαχθούν τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες για τέτοιο θέμα».
lifo.gr