Σε μια συγκυρία με εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες, πρόσφατη εγκύκλιος
του Υπουργείου Παιδείας, με την οποία απειλούνται για μια ακόμη φορά με
“έννομες συνέπειες” και κυρώσεις οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές/τριες των
σχολείων που δεν συμμετέχουν στην αξιολόγηση και στο συλλογικό
προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου, οξύνει ακόμη περισσότερο την
αντιπαράθεση και τις εντάσεις ανάμεσα στο υπουργείο και το συνδικαλιστικό
κίνημα των εκπαιδευτικών.
Μετά από τις δικαστικές διαμάχες, τις αλλεπάλληλες απειλές για κυρώσεις,
τις συντεταγμένες πιέσεις στελεχών, μετά τις θριαμβολογίες ότι η συντριπτική
πλειοψηφία των σχολείων και των εκπαιδευτικών εφαρμόζουν τις αξιολογικές
διαδικασίες, όπως προβλέπει ο νόμος Κεραμέως, η ηγεσία του υπουργείου
κλιμακώνει τις προκλήσεις και το κύμα αυταρχισμού εναντίον των εκπαιδευτικών.
Με το νέο αυτό απειλητικό έγγραφο, αφενός σπεύδει να πληροφορήσει τους
διευθυντές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ποια σχολεία της
περιοχής αρμοδιότητάς τους “δεν υπέβαλαν, αν και είχαν εκ του νόμου
υποχρέωση”, τα σχετικά έγγραφα και αφετέρου επισείει απειλητικά στους
εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές των σχολείων τις έννομες συνέπειες που
επιφέρει η “μη συμμόρφωση στην προαναφερόμενη υποχρέωση”. Στο πλαίσιο
αυτό απαιτεί, ακόμη, από τους διευθυντές και τις διευθύντριες των σχολείων να
εξηγήσουν εγγράφως τους λόγους για τους οποίους δεν τήρησαν αυτή την
υποχρέωση, αποστέλλοντας ταυτόχρονα “αντίγραφο των σχετικών πρακτικών
συνεδρίασης του Συλλόγου Διδασκόντων”, καθώς και “κάθε άλλο αναγκαίο
αποδεικτικό έγγραφο”, εντός των επόμενων ημερών.
Για πολλοστή φορά οι εξελίξεις στην εκπαίδευση επιβεβαιώνουν την πλήρη
ανικανότητα της ηγεσίας του υπ. Παιδείας να βρει οδό διαλόγου και συνεννόησης
με το τη μεγάλη πλειονότητα των εκπαιδευτικών. Για πολλοστή φορά η κυβέρνηση
επιλέγει το δρόμο του αυταρχισμού και της σύγκρουσης, προκειμένου να
εφαρμόσει, διά πυρός και σιδήρου, μια αντιδημοκρατική εκπαιδευτική πολιτική,
όταν οι κοινωνικές, οι οικονομικές και οι υγειονομικές συνθήκες επιβάλλουν να
προτάσσονται η ηρεμία, η αυτοσυγκράτηση και ο διάλογος.
Κι αν μια συνεπής δημοκρατική πρακτική έχει πάντα την αξία της, πολύ
περισσότερο σήμερα είναι ζωτικής σημασίας για την εκπαίδευση.
Τι ακόμα χρειάζεται να συμβεί, επιτέλους, για να αντιληφθούν υπουργείο και
κυβέρνηση ότι η κατάσταση στα σχολεία έχει φτάσει στο απροχώρητο; Σε ποια
γλώσσα μπορούν να κατανοήσουν ότι εκείνο που χρειάζεται, στις εξοντωτικές
συνθήκες της πανδημίας, δεν είναι ο συστηματικός εκφοβισμός, η αυστηρότερη
επιτήρηση και η ακραία καταστολή, αλλά η ανακούφιση της κατάστασης με
αντισταθμιστικά υγειονομικά και παιδαγωγικά μέτρα και πολιτικές υπέρ των
παιδιών του εργαζόμενου λαού, τα οποία φοιτούν στις δημόσιες δομές;
Το ζήτημα για τους ταγούς του υπ. Παιδείας δεν είναι ότι ακολουθώντας αυτή την
τυφλή και αδιέξοδη πορεία γίνονται καταγέλαστοι με την αδιαλλαξία τους στην
εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία. Αυτό σε κάθε περίπτωση μικρή
σημασία έχει. Το μείζον είναι ότι τις συνέπειες αυτής της εξοργιστικής πολιτικής τις
πληρώνουν οι νεότερες γενιές. Με ότι αυτό σημαίνει για το μέλλον του τόπου.