Λίγο μετά τις 10 το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου 1976, ο Ευάγγελος Μάλλιος, απότακτος αστυνομικός που είχε κατηγορηθεί για βασανισμό κρατούμενων την περίοδο της δικτατορίας, πέφτει νεκρός από σφαίρες στην οδό Άτλαντος στο Παλαιό Φάληρο, ενώ επιστρέφει στο σπίτι του.
Στους πρώτους ανθρώπους που τρέχουν κοντά στη σκηνή του εγκλήματος, προλαβαίνει να φωνάξει: «Ένας ψηλός και μια κοπέλα». Καταλήγει λίγες ώρες αργότερα. Τον Μάλλιο είχαν εκτελέσει μέλη της 17 Νοέμβρη. Ήταν η δεύτερη επίθεση της οργάνωσης, έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς.
Η προκήρυξη για τη δολοφονία Γουέλς είχε σταλεί στη γαλλική εφημερίδα Liberation, που δεν τη δημοσίευσε παρά έναν χρόνο αργότερα, όταν έφθασε στη σύνταξη ένα δεύτερο κείμενο που περιλάμβανε και τη δολοφονία του Μάλλιου.
«Την ευθύνη για τη δολοφονία του Ευάγγελου Μάλλιου ανέλαβε αμέσως η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη, που μας απέστειλε μάλιστα έγγραφα σχετικά με την ενέργεια αυτή. H γραφομηχανή που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή της προκήρυξης ήταν η ίδια με εκείνη της προκήρυξης για τη δολοφονία Γουέλς. Από την άλλη, η Ελληνική Αστυνομία αποκάλυψε ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία Μάλλιου ήταν το ίδιο με εκείνο που σκότωσε τον Γουέλς», ανέφερε σε άρθρο της η Liberation. Ο διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας, Σερζ Ζιλί, δεν το είπε ποτέ καθαρά, όμως πιστεύεται ότι η προκήρυξη είχε παραληφθεί μέσω του Ζαν Πολ Σαρτρ.
Ειδικά για τη δολοφονία Μάλλιου, η 17Ν έγραψε: «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κύριους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του, Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήσαν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους», έγραφε η προκήρυξη της 17Ν.
Και πιο κάτω: «Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον ελληνικό λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήσει […] Αν και πολλοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Μάλλιος, κατηγορήθηκαν για τα βασανιστήρια, δικάστηκαν επιεικώς και σχεδόν έμειναν ατιμώρητοι».
Την επόμενη μέρα της δολοφονίας Μάλλιου, 15 Δεκεμβρίου 1976, γράφει η Ελευθεροτυπία: «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας – Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». Πράγματι, στις 16 Δεκεμβρίου στην κηδεία του απότακτου αστυνομικού συγκεντρώθηκαν οπαδοί της δικτατορίας και φασίστες, οι οποίοι προκάλεσαν επεισόδια και τραυμάτισαν σοβαρά δημοσιογράφους.
Μεταξύ των συλληφθέντων για το λιντσάρισμα, ήταν κι ένα πρόσωπο που θα απασχολούσε –πάλι για κακό– την ελληνική κοινή γνώμη πολλά χρόνια αργότερα, ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και δεν δικάστηκε ποτέ, καθώς τα αδικήματα που του αποδόθηκαν, παραγράφηκαν πριν κλείσει η υπόθεση.
Αναφορικά με τον Μάλλιο, ανήκε στον πυρήνα των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967 και υπηρέτησε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Αστυνομίας Πόλεων. Πριν από αυτό, είχε περάσει από την Υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού, από το 1958 έως το 1964, όταν εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και παραπέμφθηκε στην περιβόητη δίκη της Χαλκίδας, μαζί με άλλους αρχιβασανιστές. Αρνήθηκε ότι κακοποίησε κρατούμενους στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας κι επίσης στο κτίριο της Μεσογείων, το επίδικο χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 1973 έως τον Ιούλιο του 1974.
«Είμαι εναντίον του βασανισμού. Δεν είναι δυνατόν να βασανίζονται άνθρωποι που περιέρχονται στην εξουσία του κράτους», είπε στην απολογία του. Τελικά καταδικάστηκε σε εξαγοράσιμη ποινή δέκα μηνών. Οι περισσότεροι συγκατηγορούμενοί του έπεσαν επίσης στα «μαλακά». Σε μια παρόμοια δίκη στην Πάτρα ο Μάλλιος κρίθηκε αθώος, ενώ σε δικαστήριο της Αθήνας καταδικάστηκε λίγο καιρό αργότερα σε 17 μήνες φυλάκιση. Στο μεταξύ είχε αποταχθεί από την Αστυνομία.
Η δολοφονία του Μάλλιου από το 45άρι όπλο της 17Ν συμβαίνει σε μια περίοδο κατά την οποία ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βλέπει με συμπάθεια μια ομάδα ενόπλων που αποδίδει αναδρομικά δικαιοσύνη. «Η επιλογή και ο συμβολισμός των στόχων έδειξαν την επιθυμία της 17Ν να συνδεθεί-έστω και εξ αποστάσεως- με το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό κίνημα διαμαρτυρίας της περιόδου», γράφει ο Γιώργος Κασιμέρης στο βιβλίο Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη (εκδ. Καστανιώτη). «Στο τέλος της δεκαετίας, η ελληνική κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ αντιμετώπιζαν της 17Ν σαν μια εφήμερη ομάδα σκληροπυρηνικών ακροαριστερών, που, εξοργισμένοι από την επιεική μεταχείριση των χουντικών από τα ελληνικά δικαστήρια, πήραν τον νόμο στα χέρια τους αποδίδοντας αναδρομική δικαιοσύνη».
Τον Απρίλιο του 1977 η 17Ν κυκλοφόρησε ένα μανιφέστο με τίτλο «Απάντηση στα Κόμματα και τις Οργανώσεις». Για τη δολοφονία του Μάλλιου, έγραψε: «Ενώ ο λαός πανηγύριζε, τα κόμματα έτρεξαν να την καταδικάσουν. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη βάση και την κορυφή, ανάμεσα στον λαό και τις ηγεσίες, δεν είναι κάτι καινούριο». Και πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο, η οργάνωση διατύπωνε το ερώτημα αν η δολοφονία «ενός τρομοκράτη-βασανιστή ήταν τρομοκρατία» και ποιον ακριβώς «τρομοκράτησε η δίκαιη εκτέλεση του αρχηγού της εγκληματικής και τρομοκρατικής CIA στην Αθήνα (Γουέλς)».