Γιορτή που αναβιώνει κάθε χρόνο στις 26 Δεκεμβρίου στα καραγκουνοχώρια του κάμπου της Καρδίτσας, αλλά και σε περιοχές των Τρικάλων, της Λάρισας και της Δυτικής Μακεδονίας. Στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα πάντως το έθιμο αναβίωνε και στις 27 Δελεμβριου ημέρα του Αγίου Στεφάνου, για τούτο είχε πάρει την ονομασία και .«γουρονο-Στεφανος». Για τη δυτική Θεσσαλία το έθιμο σχετίζεται με τον τρόπο ζωής των κατοίκων από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς δεν είχαν ελιές για ελαιόλαδο και ως εκ τούτου το σφάξιμο του γουρουνιού σήμαινε και την αποθήκευση του ζωικού λίπους για όλο το χρόνο.
Αντίθετα στην ανατολική και ιδίως στη Μαγνησία, με την ύπαρξη των ελαιόεδεντρων το έθιμο δεν απαντάται. Στη Λάρισα κάθε χρόνο τετοιες μέρες αναβίωε από την εξβωραϊστική λέσχη της Φιλιππουπολης, αλλά λόγω πανδημιιας και περιοριστικών μέτρων φέτος αναβλήθηκε. Στην πλατεία της Φιλππούπολης στήνονταν το υαπίθριο γλέντι με τη συμμετοχή ρογκατααριών
Η «Γουρνοχαρά» ή «Γουρουνοχαρά» ήταν παλαιότερα το μεγάλο γεγονός των Χριστουγέννων, καθώς την παραμονή ή την επομένη της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης σφάζονταν τα γουρούνια, τα οποία οι χωρικοί είχαν εκθρέψει επιμελώς για ένα χρόνο. Στη σχετική διαδικασία συμμετείχε όλη η οικογένεια. Το σφάξιμο και το τεμάχισμα ήταν δουλειά των αρσενικών, ενώ στο βράσιμο συμμετείχαν τα θηλυκά μέλη της οικογένειας, που τραγουδούσαν πανηγυριώτικα τραγούδια ή τα κάλαντα, αν το σφάξιμο συνέβαινε την παραμονή των Χριστουγέννων.
Για την επιλογή της 26ης Δεκεμβρίου οι χωρικοί της Θεσσαλίας επιχειρηματολογούσαν:
Τα Χριστούγεννα σφάζουμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και του Χ’στο στ’ν Άίγυπτου, να μη τ’ σφαξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ρούνια χαλούσαν τα χνάρια και γι’ αυτό τα κάνουμι γκουρμπάν’ τα ’χουμι για του καλύτιρου γκουρμπάν’.
Ο οικόσιτος χοίρος ήταν μια επένδυση για τους ντόπιους και δείγμα πλούτου για όποιον τον κατείχε. Έτρωγε τα αποφάγια τους και συσσώρευε λίπος, τη βασική λιπαρή ουσία που χρησιμοποιούσαν για το φαγητό, καθώς το ελαιόλαδο δεν υπήρχε στις παραπάνω περιοχές έως τη δεκαετία του -60. Το κρέας του μπορούσε όχι μόνο να συντηρήσει την οικογένεια, αλλά και να πουληθεί, συνεισφέροντας σημαντικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
SanSimera.gr