Καλεσμένος του Δήμου Αντιπάρου βρέθηκε ο χορευτικός όμιλος «Τρίκκη», όπου με την παρουσία του ξεσήκωσε ντόπιους και επισκέπτες του νησιού. Η «Τρίκκη» που έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς φιλίας με το νησί, είναι καλεσμένη σχεδόν κάθε καλοκαίρι στις εκδηλώσεις που πραγματοποιεί ο εκεί δήμος.
Η Αντίπαρος
Η Αντίπαρος είναι ένα κατάλευκο σύνολο λουσμένο από έντονες πινελιές, στο καταγάλανο Αιγαίο. Είναι τόπος ιστορικός με παγκόσμιο ενδιαφέρον. Μνημεία και σύμβολα μας μιλούν για τις μορφές που έζησαν πάνω στο νησί, δημιουργοί του μοναδικού Κυκλαδίτικου Πολιτισμού, δημιουργοί της ιστορίας μας.
Το νησί επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες, για να θαυμάσουν ένα από τα ωραιότερα και αρχαιότερα σπήλαια του κόσμου, τις αρχαιολογικές περιοχές, την καταπληκτική θέα που βρίσκεται σκόρπια σε κάθε γωνιά του νησιού μας, τις όμορφες καθαρές παραλίες, τα γραφικά πλακόστρωτα δρομάκια, το φρέσκο ψάρι, το ψητό χταποδάκι …
Το Σπήλαιο της Αντιπάρου είναι ένα από τα ομορφότερα και τα πιο σημαντικά του κόσμου. Και αυτό γιατί, εκτός από μαγευτικό φυσικό αξιοθέατο, συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του τόπου και προκαλεί μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, λόγω των ευρημάτων της λίθινης εποχής που ανακαλύφθηκαν στο εσωτερικό του. Οι χαραγμένες επιγραφές, επίσης, που το “στολίζουν” είναι ανεξάντλητη πηγή ιστοριών, θρύλων και πληροφοριών για τους διάσημους – και μη – επισκέπτες του, σαν ένα βιβλίο εντυπώσεων, του οποίου η πρώτη σελίδα γράφτηκε εκατοντάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού.
Το “Καταφύγι”, όπως το αποκαλούσαν οι ντόπιοι, διακοσμείται από σταλακτίτες και σταλαγμίτες, οι οποίοι αλλάζουν μορφή, ανάλογα με την έμπνευση του επισκέπτη. Βρίσκεται 171 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι βαραθρώδες και η θερμοκρασία του το χειμώνα κυμαίνεται στους 15 βαθμούς Κελσίου. Έχει έκταση περίπου 5.600 τετραγωνικά μέτρα. Το μέγιστο βάθος του φτάνει τα 85 μέτρα περίπου και η κατάβαση γίνεται εύκολα και με ασφάλεια, μέσω τσιμεντένιας σκάλας που αριθμεί 411 σκαλιά. Η εξαιρετική ορατότητα επιτρέπει την παρατήρηση της λεπτομέρειας της καλλιτέχνιδος φύσης και την αναζήτηση της ανθρώπινης παρουσίας από την εποχή του Πάριου ποιητή Αρχίλοχου (728 – 650 π.Χ.) έως τον εικοστό αιώνα.
Σπήλαιο της Αντιπάρου
Στο κέντρο της νήσου, στις παρυφές του όρους της Αντιπάρου βρίσκεται το γνωστό Σπήλαιο της Αντιπάρου, ένα από τα ομορφότερα και πιο μυστηριώδη σπήλαια του κόσμου. Ο χώρος του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό καταφύγιο στη νεολιθική εποχή και έπειτα. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για κεραμική, αλλά και για τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, ενώ στην είσοδο του χώρου αναγέρθηκε ο λιτός και μαγευτικός ναός του Αϊ-Γιάννη του Σπηλιωτή.
Επιγραφές και χαράγματα στους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες του μαρτυρούν τους διαβάτες του, όπως η επιγραφή της Αγίας Τράπεζας, των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Βασιλιά Όθωνα.
Το 1673 ο Γάλλος αρχαιολόγος Μαρκήσιος Ντε Ντοβαντέλ, Γάλλος πρέσβης της Κωνσταντινούπολης διέμεινε στο σπήλαιο για τρεις ημέρες με πεντακόσιους συντρόφους του ενώ λειτούργησε στην Αγία Τράπεζα την ημέρα των Χριστουγέννων. Το 1775 προσήλθε στο σπήλαιο ο Μαρκήσιος ντε Σαβέρ και αργότερα ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος, Όθωνας.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κατεστράφη τμήμα του σπηλαίου. Μια από τις αρχαιότερες αναφορές στο ιστορικό σπήλαιο είναι αυτή του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου της Πάρου τον 7ο αιώνα π.Χ..
Το σπήλαιο αξιοποιήθηκε πλήρως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 με κονδύλια από το Γ’ ΚΠΣ, με την τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων, την κατασκευή κατάλληλων σκαλοπατιών, τοποθέτηση φωτισμού, καμερών ασφαλείας και ηχείων για την ενημέρωση των επισκεπτών.
Κάστρο της Αντιπάρου
Το ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των οχυρωμένων οικισμών που δημιουργήθηκαν στις Κυκλάδες την περίοδο της Λατινοκρατίας το 13ο με 16ο αιώνα μ.Χ.. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν ο βενετός Τζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τη Μαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου. Στην αρχική του μορφή το Κάστρο περιελάμβανε τον κεντρικό πύργο και οικιστική περίμετρο, με τις κατοικίες να κατανέμονται σε ένα τετράγωνο συνεχούς δόμησης, αποτελώντας ταυτόχρονα το αμυντικό τείχος του οχυρωμένου οικισμού. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν στο ισόγειο οικίας στη νότια πτέρυγα.