Γράφει ο Χρήστος Γκίμτσας
-Τα ξέρω καλά αυτά τα σύννεφα. Οταν χαμηλώνουν και γίνονται βαριά, κουβαλάνε χιόνι πάντα.
Κάθε φορά που σου το έλεγα, είχες τις αντιρρήσεις σου, αλλά ποτέ δεν έπεσα έξω. Πάντα χιόνιζε. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, ήλθε και απότομο κρύο. Ευτυχώς που φόρεσα αυτή την καμπαρτίνα. Θυμάσαι; την είχες εγκρίνει και μαζί την αγοράσαμε. Μου έπεφτε μια , χαρά τότε, αλλά με το λίγο ύψος που έχασα, με τα γόνατα που λύγισαν και την μόνιμο πια σκύψιμο που ήλθε με τα χρόνια, σαν σακί κρέμεται τώρα πάνω μου. Αλλά δεν πειράζει, την δουλειά της την κάνει μια χαρά
-Σε προλαβαίνω, γιατί ξέρω πως θα με ρωτήσεις. Τα παιδιά είναι μια χαρά Μόνο που βρίσκονται πια μακριά μας. Ο Γιώργης κουράζεται πολύ. Πάλι θα ταξιδέψει. Αυτό το παιδί ζει μέσα στα αεροπλάνα. Και εγώ που έλπιζα πως αυτές τις ημέρες θα έρχονταν εδώ μαζί με την γυναίκα του και το εγγόνι μας.
Εχω τόσο καιρό να το δω αυτό το παιδί και δεν ξέρω πόσο μεγάλωσε, για να σου το πω.
-Κερδίζει πολλά χρήματα λέει, και από τα μπόνους της τελευταίας δουλειάς, μου έστειλε και μένα ένα ποσό. Ετσι σαν δώρο. ”Να τα βράσω τα λεφτά, ήθελα να του πω. Εγώ περίμενα, εσύ, η γυναίκα σου και το παιδί, να είστε εδώ, και όχι τα χρήματα”. Αλλά όπως καταλαβαίνεις , δεν του το είπα.
-Η Ανθούλα και αυτή καλά είναι. Μάζεψε μερικά ρεπό από την δουλειά της, και ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Ευρώπη με παρέα. Οταν την ρώτησε τι είδους παρέα, γέλασε πονηρά. Λες να συντρόφεψε; Μακάρι. Μην νομίζεις , κάθε τόσο της το λέω , πως τα χρόνια περνάνε και έρχεται η μοναξιά, αλλά κάνει πως δεν καταλαβαίνει τι της λέω.
– Η ντουλάπα που έχουμε στην πίσω βεράντα ,έχει φουσκώσει από την υγρασία και που να βρω ένα τεχνίτη να την διορθώσει. Λέω να την πετάξω και να αγοράσω μία άλλη. Είχες δίκαιο που έλεγες να πάρουμε πλαστική και όχι ξύλινη
-Κατά τα άλλα , όπως σου είχα πει και την προηγούμενη εβδομάδα, οι δύο πόλεμοι εδώ στην γειτονιά, συνεχίζονται και φοβάμαι μην μας μπλέξουν και εμάς σε τίποτα φασαρίες. Ξέρω, πάντα με έλεγες υπερβολικό όταν έκανα τέτοιες σκέψεις, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Μην ξεχνάς πως ο Γιώργης υπηρέτησε στους καταδρομείς, και αν γίνει καμιά στραβή, θα είναι από τους πρώτους που θα καλέσουνε.
-Ο Βρασίδας της Ελένης, βρέθηκε ξαφνικά από το καφενείο στο νοσοκομείο Έμφραγμα είπαν. Φοβήθηκα όμως να πάω να τον δω. Σέρνονται κάτι ιώσεις και το νοσοκομείο είναι γεμάτο και που να μπεις εκεί μέσα. Θα πάω να τον δω στο σπίτι όταν βγει.
-Α, Δεν σου το είπα. Εκείνο τι κεντητό τραπεζομάντιλο που τα είχαμε χαμένο, το βρήκα στο τελευταίο συρτάρι, στο έπιπλο της κρεβατοκάμαρας. Το αέρισα και το έστρωσα στο τραπέζι της κουζίνας. Ξέρεις τι ωραία δείχνει;
-Κοίτα τα σύννεφα χαμήλωσαν περισσότερο. Να δεις , πριν πέσει το βράδυ θα έχει χιονίσει.
-Τι άλλο να σου πω Ελπίδα. Προχτές που πήγα στο σούπερ και τρόμαξα. Δεν ξέρεις που έφτασαν οι τιμές. Και καλά εμείς, έχουμε κάποιες δυνατότητες. Ο κοσμάκης όμως; Και να βλέπεις τους υπουργούς να βγαίνουν κάθε μέρα στην τηλεόραση και να κοροϊδεύουν πως θα τα τακτοποιήσουν όλα.
-Είδες; τι σου έλεγα; Αρχισαν να πέφτουν οι πρώτες νυφάδες. Πάντως, τίποτα άλλο σημαντικό δεν έχω να σου πω και λέω να σ΄ αφήσω πριν με βρει το σκοτάδι. Την άλλη εβδομάδα που θα ρθω, θα σου φέρω νέα από τον τέταρτο όροφο. Της κακομοίρας γίνεται. Οπου νάναι θα χωρίσουν αυτοί, αλλά μέχρι τότε τι φασαρίες γίνονται και τι κουβέντες ακούγονται ,δεν λέγεται. Ευτυχώς που δεν έχουν παιδιά.
-Κρύωσε και ο πισινός τόση ώρα που κάθομαι στο μάρμαρο. Να σιγουρέψω λίγο και την φωτογραφία σου, γιατί αν φυσήξει κανένα βοριαδάκι, στο χώμα θα την βρω , όταν ξανάρθω. Ελπίζω να βρω κανένα ταξί για να γυρίσω σπίτι.Φεύγω τώρα. Καληνύχτα και ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ.
Τυχερός ήταν. Στην έξοδο του νεκροταφείο, περίμεναν δυο, τρία ταξί.
-Μέχρι τα μεσάνυχτα, θα το έχει στρώσει, είπε ο ταξιτζής που είχε όρεξη για κουβέντα
-Θα πέσει και άλλο η θερμοκρασία και φοβάμαι πως θα κρυώσει η Ελπίδα, απάντησε αφηρημένα.
– Για ποια Ελπίδα μιλάτε; ρώτησε απορημένος ο άλλος.
‘-Για μία γατούλα που έχω στο σπίτι και την ξέχασα έξω στην βεράντα
-Μην στεναχωριέστε. Ξέρετε τι ανθεκτικές είναι οι γάτες; Και σκεπασμένες από χιόνι να είναι ,αντέχουν…
Και άρχισε να του λέει μια ιστορία για μία δική του γάτα που κάποτε…
Οταν μπήκε στο σπίτι, το σκοτάδι είχε πυκνώσει παρ’ όλο που ήταν λίγο μετά το απόγευμα.
Είπε να τηλεφωνήσει στα παιδιά και να τους πει πως τέτοια μέρα ακριβώς, είχε διαγνωστεί στην Ελπίδα, την μάνα τους, η οξεία λευχαιμία, αλλά μετάνοιωσε. Δεν υπήρχε λόγος να τα στεναχωρήσει.
Τρείς μήνες άντεξε όλο και όλο, πριν τον αφήσει ολομόναχο.
Σκέφτηκε να φάει κάτι αλλά δεν πεινούσε.Αποφάσισε να βάλει ενα ποτήρι κονιάκ απ’ αυτό που άρεσε και στην γυναίκα του και να το πιει αργά μέχρι να ζαλιστεί λίγο.
Δεν άνοιξε το φως, μόνο τράβηξε την κουρτίνα της μεγάλης τζαμαρίας, κάθισε στην πολυθρόνα και άφησε το βλέμμα του να να πλανηθεί έξω στον δρόμο, και σε ότι μπορούσε να δει ακόμα μέσα στο μισοσκόταδο
Η απουσία της και η μοναξιά του, έγιναν ένα με τις νυφάδες που έπεφταν πυκνότερες τώρα, σκεπάζοντας την πόλη, μέσα στην απόλυτη σιωπή.
Christos.gim@gmail.com